-
1 ζεύξη
[зэвкси] ουσ. В. запрягание, запряжение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζεύξη
-
2 выездить
-езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выезженный, βρ: -жен, -а -о, ρ.σ.μ.1. εξασκώ, μαθαίνω, συνηθίζω το άλογο στη ζεύξη.2. (απλ.) κερδίζω, τα εξοικονομώ με το αμάξι.3. ταξιδεύω παντού (με το αμάξι). || συνηθίζω στη ζεύξη. -
3 зацепление
1. (на крюк) το αγκίστρωμα 2. (шестерён) η ζεύξη, η εμπλοκήзубчатое - οδοντωτή -, οι οδοντωτοί τροχοί- зубчатое косозубое см. зубчатое винтовое -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зацепление
-
4 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
5 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
6 запряжка
запряжкаж τό ζέψιμο, ἡ ζεύξη [-ις] / τό κάρρο (повозка). -
7 выезд
-а α.1. αναχώρηση, απέλευση. || επίσκεψη (γνωστών, θεάτρων κλπ.).2. έξοδος (μέρος εξόδου).3. άμαξα (άλογα, ζεύξη, πλήρωμα). -
8 запряжка
-и θ.1. ζεύξη, ζέψιμο.2. αμάξι, άμαξα, κάρο. || σαγή. χάμουρα (εξαρτήματα ζεύξης για έλξη). -
9 наездить
-езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. наезженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. πηγαίνω, ταξιδεύω•на чахлом коне много не -дишь με παλιάλογο μακριά δε θα πας.
|| διανύω, διατρέχω, κάνω.2. κερδίζω, βγάζω με τη μεταφορά, με το αγώγι.3. ανοίγω, κάνω δρόμο (με συχνές διαδρομές), πατώ.4. συνηθίζω στο σαμάρωμα, στη ζεύξη, στην ιππασία.διανυω, διατρέχω μεγάλη απόσταση•наездить на велосипеде κάνω πολύ ποδηλασία, χορταίνω ποδηλασία.
-
10 объездить
-зжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объезженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βλ. объехать (1 σημ.).2. συνηθίζω στη ζεύξη, σαμάρωμα, σέλωμα ζεύω, σαμαρώνω, σελώνω. -
11 объездка
-и θ.συνήθιση (εκμάθηση) ζώου στη ζεύξη, σαμάρωμα ή σέλωμα. -
12 объездчик
-а α.1. φύλακας έφιππος ή επί οχήματος.2. ο συνηθίζων τα άλογα στη ζεύξη ή στο σάγμα. -
13 одиночка
-и1. α. κ. θ. απομονωμένος, -η, ξεμονιαχιασμένος•нападать на -у επιτίθεμαι σε ξεμονιαχιασμένο.
2. επίρ. -ой βλ. одиноко.3. α. κ. θ. εργένης, μπεκιάρης, άγαμος, ανύπαντρος.4. κελί φυλακής, απομονωτήριο.5. ζεύξη με ένα άλογο (μόνιππη).6. βάρκα μονόκωπη.εκφρ.в -у – επίρ. βλ. одиноко•действовать в -у – δρω μεμονωμένα. -
14 подъездить
ρ.σ.μ. συνηθίζω στην ιππασία, στη ζεύξη, στο σαμάρωμα, -
15 подъездка
-и θ.συνήθιση στην ιππασία, ζεύξη, σαμάρωμα, σέλωμα. -
16 подъездчик
-а α.ο συνηθίζων τα άλογα σε ιππασία, ζεύξη, σέλωση -
17 припряжка
-и θ.ζεύξη συμπληρωματική. || σαγή ζευκτήρια. || το πρόσθετο άλογο ζεύξης. -
18 пристяжка
-и θ.1. ζεύξη βοηθητική (πλευρική).2. βοηθητικό ζευγμένο άλογο.3. σαγή βοηθητικής ζεύξης. -
19 пряжка
-
20 упряжка
-и θ.1. (απλ.) ζεύξη, ζέψιμο.2. ζευγμένα ζώα.3. παλ. διαδρομή από σταθμό σε σταθμό (με ζευγμένα ζώα χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(διαλκ.) μια οργωσιά (χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(απλ..) βάρδια.4. βλ. упряжь (1 σημ.).εκφρ.быть в -е – είμαι κατάλληλος για ζέψιμο•годиться в -е – κάνω για ζέψιμο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζεύξη — η 1. ζέψιμο. 2. σύνδεση με γέφυρα: Ο Ξέρξης διάταξε τη ζεύξη του Ελλησπόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεύξη — η (AM ζεῡξις) 1. η τοποθέτηση τού ζυγού στα δύο υποζύγια 2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό 3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾱσαν τὴν ζεῡξιν τοῡ Βοσπόρου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία… … Dictionary of Greek
ζεύξῃ — ζεύγνυμι yoke aor subj mid 2nd sg ζεύγνυμι yoke aor subj act 3rd sg ζεύγνυμι yoke fut ind mid 2nd sg ζεύ̱ξηι , ζεῦξις yoking fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύξη, ασυρματική — Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek