-
1 ζεσταίνω
[зэстэно] р. греть, подогревать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζεσταίνω
-
2 разогревать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разогревать
-
3 утеплять
ζεσταίνω, (θερμο)μονώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утеплять
-
4 обогреть
-ею, -ешьρ.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω•обогреть комнату ζεσταίνω το δωμάτιο•
-руки ζεσταίνω τα χέρια.
θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•комната -лась το δωμάτιο ζεστάθηκε.
-
5 греть
-
6 нагревать
-
7 обогревать
-
8 подогревать
-
9 разогревать
-
10 согревать
согревать, согреть ζεσταίνω, θερμαίνω \согреваться ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι* * *= согретьζεσταίνω, θερμαίνω -
11 топить
I топить Ι (обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνω; \топить печь ανάβω θερμάστρα (или σόμπα) II топить II (в воде) βουλιάζω, βυθίζω· καταποντίζω (корабль)* * *I( обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνωIIтопи́ть печь — ανάβω θερμάστρα ( или σόμπα)
-
12 греть
гретьнесов в разн. знач. ζεσταίνω, θερμαίνω:солнце греет ὁ ήλιος ζεσταίνεί \греть ру́ки а) ζεσταίνω τά χέρια, б) перен παίρνω μίζα, βγάζω κέρδος. -
13 разогревать
разогреватьнесов, разогреть сов ζεσταίνω, θερμαίνω/ ξαναζεσταίνω (кушанье):\разогревать обед (ξανα)ζεσταίνω τό φαγητό. -
14 вытопить
-
15 греть
грею, греешь, ρ.δ.1. ζεσταίνω, θερμαίνω•солнце греет ο ήλιος ζεσταίνει•
греть воду ζεσταίνω νερό.
2. (απλ.) μαλώνω, επιπλήττω.ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. -
16 отопить
отоплю, отопишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.θερμαίνω, ζεσταίνω•отопить дом ζεσταίνω το σπίτι.
-
17 подогреть
ρ.σ.μ.1. θερμαίνω, ζεσταίνω ελαφρά ή ακόμα λίγο•подогреть воду ζεσταίνω λίγο το νερό.
2. μτφ. διεγείρω, υποθάλπω, τονώνω•его -ло вино τον ζέστανε το κρασί.
θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (λίγο)•чайник -лся το τσαερό ζεστάθηκα λίγο.
-
18 разогреть
-ею, -еешъρ.σ.μ.1. ζεσταίνω, θερμαίνω, θάλπω•солнце -ло землю ο ήλιος ζέστανε τη γη•
разогреть железо ζεσταίνω το σίδερο.
2. αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω, αναθάλπω. || μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω.1. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.2. αναθερμαίνομαι, ξαναθερμαί-νομαι.3. μτφ. ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι. -
19 распарить
ρ.σ.μ.1. μαλακώνω στον ατμό ή στο ζεστό νερό.2. ζεσταίνω, θερμαίνω σε ζεστό νερό, στη μπανιέρα.3. ζεσταίνω, θερμαίνω μέχρι ιδρώτα.1. μαλακώνω (σε ατμό ή σε ζεστό νερό).2. ζεσταίνομαι μέχρι ιδρώτα. -
20 согреть
-ею, -ешь ρ.σ.μ.1. θερμαίνω,ζεσταίνω•согреть воду ζεσταίνω νερό•
согреть опять (снова) ξαναζεσταίνω•
согреть дыханием χουχουλίζω.
2. μτφ. ενθαρρύνω.θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•вода -лась το νερό ζεστάθηκε•
согреть чаем ζεσταίνομαι με το τσάι.
См. также в других словарях:
ζεσταίνω — ζεσταίνω, ζέστανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζεσταίνω — (Μ ζεσταίνω) κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό») νεοελλ. 1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει») 2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια») 3. (για όρνιθα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
ζεσταίνω — ζέστανα, ζεστάθηκα, ζεσταμένος 1. μτβ., θερμαίνω κάτι: Ζεσταίνω το φαγητό. 2. αμτβ., γίνομαι θερμός: Ζέστανε ο καιρός. 3. ενθαρρύνομαι, παίρνω απάνω μου: Με τα χρήματα που πήρε ζεστάθηκε λιγάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραζεσταίνω — ζεσταίνω κάτι πάρα πολύ … Dictionary of Greek
ζέσταμα — και ζέστασμα, το [ζεσταίνω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ζεσταίνω, η θέρμανση («το φαΐ θέλει ζέσταμα») … Dictionary of Greek
καψώνω — (Μ καψώνω) ζεσταίνω, καίω νεοελλ. 1. δεν αντέχω τον καύσωνα 2. μτφ. α) εξοργίζω κάποιον β) εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυσῶ «ζεσταίνω» (πρβλ. κάψω < καύ σω)] … Dictionary of Greek
χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia