-
1 ζατρίκι
[затрики] ουσ. о. шахматыΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζατρίκι
-
2 шахматный
ша́хматн||ыйприл τοῦ σκακιοῦ, τοῦ ζατρικίου:\шахматныйая игра τό σκάκι, τό ζατρίκι· \шахматный турнир οἱ ἀγώνες τοῦ σκακιοῦ· \шахматныйая доска ἡ σκακιέρα τοῦ ζατρικίου· \шахматныйая фигу́ра ὁ πεσσός, τό πιόνι· в \шахматныйом порядке ἀβακοειδώς. -
3 шахматы
шахматымн. τό σκάκι, τό ζατρίκι [-ον]:играть в \шахматы παίζω σκάκι.
См. также в других словарях:
ζατρίκι — το και ζατρίκιο, το (λ. περσ.), είδος παιχνιδιού, το σκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζατρίκιο — και ζατρίκι (ΑΜ ζατρίκιον) είδος παιχνιδιού, το σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats] … Dictionary of Greek
σατράντζι — το, Ν 1. επίπεδη σανίδα από ξύλο πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι 2. (κατ επέκτ.) το παιχνίδι σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats (πρβλ. ζατρίκι[ον])] … Dictionary of Greek