-
1 ζαρώνω
[зароно] р. морщить, мять, комкать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζαρώνω
-
2 морщить
-
3 мять
-
4 забиваться
забиватьсянесов1. ζαρώνω (μμετ.):\забиваться в у́гол ζαρώνω στή γωνιά·2. (чем-л. засоряться) βουλώνω (μμετ.), φράζω (μμετ.). -
5 измять
изомну, изомншь, παθ. μτχ,. παρλθ. χρ. измятый, βρ: -мит, -а, -о ρ.σ.μ.τσαλακώνω πατώ•измять платье τσαλακώνω το φόρεμα•
измять траву πατώ το χορτάρι•
измять глину πατώ τη λάσπη.
|| μτφ. ζαρώνω, ρυτιδώνω•измять лицо ζαρώνω το πρόσωπο.
|| μτφ. σακατεύω, τσακίζω ηθικά.τσαλακώνομαι, πατιέμαι. -
6 мять
1. (делать мягким, размягчать) μαλακώνω τρίβοντας 2. (делать неровным, негладким, комкать) ζαρώνω, τσαλακώνω 3. (разминать) ζουλώ, (тесто) ζυμώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мять
-
7 сморщиваться
ρυτιδώνομαι, ζαρώνω, συρρικνώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сморщиваться
-
8 мяться
τσαλακώνομαι, ζαρώνω -
9 высыхать
высыхатьнесов1. ξεραίνομαι, στεγνώνω/ στερεύω (о реке, источнике и т. п.)·2. (о человеке) ἀδυνατίζω, ζαρώνω. -
10 ежиться
ежитьсянесов (от холода) μαζεύομαι, ζαρώνω ἀπ' τό κρύο. -
11 жаться
жатьсянесов1. στριμώχνομαι, μαζεύομαι, σφίγγομαι:\жаться Друг к другу σφιγγόμαστε ὁ ἔνας κοντά στόν ἄλλο· \жаться от холода μαζεύομαι (или ζαρώνω) ἀπό τό κρύο·2. (скупиться) разг τσιγγουνεύομαι. -
12 измять
измятьсов τσαλακώνω, ζαρώνω. -
13 калачиком
калач||икомнареч:свернуться \калачикомиком κου-λουριάζομαι, ζαρώνω. -
14 комкать
комкатьнесов1. τσαλακώνω, ζαρώνω·2. перен κουτσουρεύω:\комкать рассказ κουτσουρεύω τό διήγημα -
15 корежить
корежи||тьнесов разг1. σκεβρώνω, ζαρώνω·2. безл:его \корежитьт от боли συσ-πῶμαι ἀπ' τόν πόνα \корежитьться разг σκεβρώνω, στραβώνω. -
16 морщить
морщитьнесов ζαρώνω, σουφρώνω:\морщить лоб σουφρώνω τό μέτωπο. -
17 мять
мятьнесов1. (разминать) ζουπίζω, ζουλῶ, μαλάζω, ζυμώνω / πατῶ, καταπατώ, ποδοπατώ (ногами)·2. (комкать) τσαλακώνω, ζαρώνω·3. (лен, пеньку и т. п.) τρίβω. -
18 мяться
мять||ся1. τσαλακώνομαι, ζαρώνω (άμετ.)·2. (быть в нерешительности) разг διστάζω, εἶμαι ἀναποφάσιστος. -
19 приникать
приникатьнесов, приникнуть сов μαζεύομαι, ζαρώνω:\приникать ухом к двери κολλώ τ' αὐτί μου στήν πόρτα. -
20 пузыриться
пузыритьсянесов1. (покрываться пузырями) βγάζω φοῦσκες·2. (о бумаге, одежде) κάνω ζάρες, ζαρώνω/ φουσκώνω (о краске, лаке).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζαρώνω — ζαρώνω, ζάρωσα, ζαρωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ζαρώνω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (ζαρώνομαι), η οποία δε συνηθίζεται. Το ρ. σημαίνει και → κάνω κάτι ν αποκτήσει ζάρες και → αποκτώ ζάρες … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαρώνω — (Μ ζαρώνω) 1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του») 2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω 3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος νεοελλ. 1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» συνοφρυώνομαι, δυσφορώ 2. (μτχ. μέσ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
ζαρώνω — ζάρωσα, ζαρώθηκα, ζαρωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ζαρώσει: Μου ζάρωσες το πουκάμισο. 2. αμτβ., αποκτώ ζάρες: Ζάρωσε το μέτωπό μου. 3. συμμαζεύομαι από φόβο ή ντροπή: Ζάρωσε σε μια γωνιά φοβισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαροκοιλιάζω — ζαρώνω από καχεξία, καμπουριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + κοιλιάζω (< κοιλιά)] … Dictionary of Greek
καταπτήσσω — και καταπτώσσω (AM) 1. κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, ζαρώνω 2. δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από δειλία 3. είμαι φοβισμένος από κατάπληξη, εκπλήττομαι 4. κρύβω τον εαυτό μου, μένω ζαρωμένος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + … Dictionary of Greek
κράμβος — (I) κράμβος, η, ον (Α) 1. ξηρός 2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h) «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν α αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η… … Dictionary of Greek
πτήσσω — και αιολ. τ. πτάζω Α 1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.) 3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν»,… … Dictionary of Greek
πτωσκάζω — και πτωκάζω Α ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου *πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.] … Dictionary of Greek
ρυσώ — (I) άω, Α [ῥυσός] ρυτιδώνομαι, γεμίζω ζάρες, ζαρώνω. (II) όω, ΜΑ [ῥυσός] 1. (μτβ.) σχηματίζω ρυτίδες σε μια επιφάνεια, ζαρώνω, ρυτιδώνω 2. (η μτχ. θηλ. πληθ. παθ. παρακμ.) αἱ ῥερυσωμέναι (για τις χελώνες) αυτές που έχουν ρυτιδωμένο δέρμα … Dictionary of Greek
συρρικνώνω — Ν 1. ζαρώνω, μαζεύω 2. μτφ. περιορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ρικνώνομαι «γίνομαι ρικνός, ζαρώνω». Η λ., στον λόγιο τ. συρρινοῦσθαι, μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
υποπτήσσω — Α 1. ζαρώνω από φόβο 2. μτφ. α) είμαι επιφυλακτικός από φόβο ή ντροπή β) χάνω το θάρρος μου μπροστά σε κάποιον, υποχωρώ και υποτάσσομαι σε κάποιον γ) δείχνω ευλάβεια και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους… … Dictionary of Greek