-
1 ζάχαρη
[-ις (-εως)] η сахар;§ τα λόγια σου είναι ζάχαρη — речь твоя сладка
-
2 ζάχαρη
[захари] ουσ θ сахар. -
3 ζάχαρη
sucre -
4 ζάχαρη
cukier (m) rzecz. -
5 ζάχαρη
cukr -
6 ζάχαρη
sugarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ζάχαρη
-
7 Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια
-
8 Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
– Κάλλιο χόρτα με ομόνοια, παρά ψάρια με διχόνοια• Худой мир лучше доброй ссорыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
-
9 Τα λίγα λόγια είναι ζάχαρη και τα μηδέ καθόλου μέλι
• Слово серебро, а молчание золотоИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα λίγα λόγια είναι ζάχαρη και τα μηδέ καθόλου μέλι
-
10 άλειωτος
-
11 ζάκχαρις
-
12 λεπτός
η, ό[ν]1) тонкий, не толстый;λεπτόν ΰφασμα — тонкая ткань;
λεπτός λαιμός — тонкая шея;
λεπτή μέση — тонкая талия;
λεπτά δάκτυλα — тонкие пальцы;
λεπτό το σώμα — тонкое, стройное тело;
λεπτό στρώμα — тонкий слой;
λεπτή ζάχαρη — мелкий сахар;
2) перен. тонкий, изысканный, утончённый; изощрённый;λεπτа χαρακτηριστικά — тонкие черты (лица);
λεπτή μυρωδιά — тонкий запах;
λεπτό άρωμα — тонкий аромат;
λεπτή γεύση — нежный (на) вкус (о продукте);
λεπτή όσφρηση — тонкое обоняние;
λεπτο γούστο — хороший, тонкий вкус;
υπαινιγμός — тонкий намёк;λεπτή ειρωνεία — тонкая насмешка;
λεπτό χιούμορ (πνεύμα) — тонкий юмор (ум);
λεπτή δουλειά — тонкая работа;
λεπτό πράγμα — изящная вещь;
λεπτές διαφορές — тонкие различия;
3) нежный, хрупкий, слабый;λεπτόν άνθος — нежный цветок;
λεπτό ποτήρι — хрупкий стакан;
λεπτο παιδί — хрупкий, слабый ребёнок;
λεπτο στομάχι — нежный желудок;
4) тонкий, нежный; сладкозвучный;5) тактичный, деликатный;λεπτός ανθρωπος — деликатный человек;
άνθρωπος λεπτός στούς τρόπους — человек с тонкими манерами;
6) тощий, неплодородный (о земле);§ λεπτό ζήτημα — деликатный вопрос;
λεπτόν έντερον анат. — тонкая кишка
-
13 νύχια
-
14 ρίχνω
ρίχτ||ω (αόρ. έρριξα) μετ.1) бросить, кидать; швырять;ρίχνω κάτω — бросать на землю;
ρίχνω κάποιον κάτω — сбивать с ног кого-л.;
2) класть, сыпать;ρίχνω ζάχαρη (αλεύρι) — класть сахар (муку);
3) сваливать, валить; обрушивать;ρίχνω (τό) σπίτι — ломать, сносить дом;
3) перен. свергать, низвергать;ρίχνω την κυβέρνηση — низвергать правительство;
ρίχνω απ' το θρόνο — сверить с престола;
4) метать;ρίχνω βέλος — пускать стрелу;
5) стрелять;του 'ρίξε μιά πιστολιά он выстрелил в него из пистолета; 6) απρόσ.:ρίχνει χιόνι (βροχή — и т. п.) идёт снег (дождь и т. п.);
ρίχνει νερό — хлещет дождь;
§ ρίχνω σκιά — отбрасывать тень;
ρίχνω νερό — наливать воду;
ρίχνω τ' αφτιά μου — робеть;
ρίχνω ρίζες — укореняться, пускать корни;
ρίχνω θεμέλιο — закладывать фундамент;
ρίχνω ύψος — или ρίχνω μπόϊ — тянуться вверх, расти;
ρίχνω κλήρο — бросать жребий; — устраивать жеребьёвку;
κανόνι — а) обанкротиться, разориться; — б) отказаться от долгов;ρίχνω σύνθημα (ιδέα) — выдвигать лозунг (идею);
ρίχνω αγκυρα — бросать якорь;
ρίχνω τό καράβι έξω — выбросить судно на берег;
ρίχνω τό παιδί — выкинуть, преждевременно родить;
ρίχνω λάδι στη φωτιά — подливать масла в огонь;
ρίχνω μιά ματιά — бросить взгляд;
ρίχνω τα μάτια ( — или τό βλέμμα) μου — обращать свой взор;
ρίχνω κάτω τα μάτια — опускать глаза;
ρίχνω τα ( — или στα) χαρτιά — а) гадать на картах; — б) раскладывать пасьянс;
τό ρίχν εξω — а) веселиться с утра до вечера; — б) небрежно, безразлично относиться к своим обязанностям;
τό ρίχνω στο... — пристраститься к чему-л.;
τα ρίχνω σε άλλον — сваливать на другого;
ρίχνω την ευθύνη σε άλλον — сваливать ответственность на другого;
ρίχνω τό σφάλμα μου σε άλλον — сваливать с больной головы на здоровую;
1) — бросаться, кидаться;ρίχνομαι
2) набрасываться, обрушиваться (на кого-л.);3) приставать (к женщине) -
15 ψιλός
η, ό[ν]1) мелкий, некрупный;ψιλή βροχή — мелкий дождь, изморось;
ψιλή ζάχαρη — сахарный песок;
ψιλά λεπτά — мелкие деньги;
ψιλά γράμματα — мелкий почерк;
ψιλά πράγματα — пустяки, мелочи;
2) тонкий;ψιλό σανίδι — тонкая доска;
3) тонкий, пронзительный;ψιλή φωνή — тонкий, пронзительный голос;
4) пронизывающий;ψιλό κρύο — пронизывающий мороз;
5) голый, обнажённый, не покрытый растительностью;лысый; 6) тонкий, деликатный;ψιλό ζήτημα — деликатный вопрос;
7) юр.:ψιλή κυριότης — собственность без права пользования доходами;
8) воен. ист. легковооружённый;§ αυτά είναι ψιλά γράμματα — это китайская грамота;
επί ψιλω ονόματι — только ради имени, только ради почёта
-
16 ψιλοτρίβω
μετ. мелко, тонко молоть;ψιλοτρίμμένη ζάχαρη — сахарная пудра
-
17 Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
См. также в других словарях:
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζάχαρη — η 1. κρυσταλλική ουσία με χρώμα λευκό και γλυκιά γεύση. 2. μτφ., γλυκός: Τα λόγια του είναι ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… … Dictionary of Greek
ζαχαριάζω — [ζάχαρη] (για μέλι, γλυκίσματα κ.λπ.) υφίσταμαι κρυστάλλωση τής ζάχαρης («ζαχάριασε ο μπακλαβάς») … Dictionary of Greek
ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ζάκχαρις — και σάκχαρις και ζάχαρη, η η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζάχαρη] … Dictionary of Greek
ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek
Sugar — For other uses, see Sugar (disambiguation). For common table sugar, see Sucrose. White sugar redirects here. For the Joanne Shaw Taylor album, see White Sugar (album) … Wikipedia
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek