-
1 ζάρι
[зари] ουσ. о. игральная кость.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζάρι
-
2 кость
1. анат. το οστούν, разг. το κόκκαλοлучевая - η κερκίς, η κερκίδαслоновая - το ελεφαντοστούν, το ελεφαντόδοντοтазовая - της λεκάνης, η λεκάνηтаранная - ο αστράγαλος 2 (игральная) το ζάρι, το κότσιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кость
-
3 кость
кост||ьж1. анат. τό ὀστοῦν, τό κόκκαλο:рыбья \кость τό ψαροκόκκαλο· та́зовая \кость τό ὀστοῦν τής λεκάνης· берцовая \кость τό κνημιαΐο ὁστοῦν, ἡ κνήμη· височная \кость τό κροταφικό ὁστοῦν лучевая \кость ἡ κερκίς· локтевая \кость ἡ ὠλενη·2. (игральная) τό ζάρι, ὁ κύβος, τό κότσι:игра в \костьи τό μπαρμπούτἰ игра́ть в \костьи παίζω ζάρια, παίζω μπαρμπούτι· ◊ слоновая \кость τό ἐλεφαντοκόκκαλο, τό ἐλεφα-ντοστοῦν, ὁ ἐλεφαντόδους, τό φίλντισι· промокнуть до \костьей γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· до мо́зга \костьей μέχρΓ μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδούλι· лечь \костььми́ πέφτω νεκρός στή μάχη, σκοτώνομαι· сложить \костьи ἀφήνω τά κόκκαλα· кожа да \костьи πετσί καί κόκκαλο· язык без \костьей γλώσσα ψαλλίδι. -
4 кость
[κόστ'] ουσ. θ. κόκκαλο, οστούν, ζάρι, μπαρμπούτι -
5 кость
[κόστ'] ουσ θ κόκκαλο, οστούν, ζάρι, μπαρμπούτι -
6 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
7 жребий
-я α.1. λαχνός, κλήρος•тянуть -τραβώ κλήρο•
бросить жребий ρίχνω τον κύβο (ζάρι)•
достаться по жребий ю κερδίζω με τον κλήρο.
2. μτφ. τύχη, μοίρα, γραφτό, μοιραίο.εκφρ.жребий брошен – ο κύβος ερρίφθη. -
8 налиток
-тка α. (διαλκ.) ζάρι, κότσι (εσωτερικά με μόλυβδο). -
9 тройка
-и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο.
См. также в других словарях:
ζάρι — Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα… … Dictionary of Greek
Ζαρί, Αλφρέντ — (Alfred Jarry, Λαβάλ, Μαγέν 1873 – Παρίσι 1907). Γάλλος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στη Ρενς εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου γρήγορα επιδόθηκε σε μια ασύδοτη και εκκεντρική ζωή. Αφού σπατάλησε στο αλκοόλ… … Dictionary of Greek
ζάρι — το ιού (λ. αραβ.) 1. μικρός κύβος με αριθμημένες τις έδρες του από 1 έως 6 με κουκκίδες, ο κύβος του ταβλιού. 2. τυχερό παιχνίδι: Τους έπιασαν να παίζουν τα ζάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
Protereotita — Προτεραιότητα Studio album by Elena Paparizou Released August 25, 2004 (see release history) … Wikipedia
βόλι — το (Μ βόλι[ο]ν) σφαίρα, βλήμα μσν. ζάρι κύβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. βόλος*] … Dictionary of Greek
γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… … Dictionary of Greek
εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… … Dictionary of Greek