Перевод: со всех языков на греческий

εὔχεται

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • εὔχεται — εὔχομαι pray pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου …   Dictionary of Greek

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

  • благословлѧти — БЛАГОСЛОВЛѦ|ТИ (29), Ю, ѤТЬ гл. Призывать на кого л. божью помощь, благодать; благословлять: ни въ людьхъ оубо ни въ своихъ да не бл҃гословлѩѥть ни телесѣ х҃ва да не подасть инемъ. (εὐλογείτω) КЕ XII, 50б; довъльно оубо таковоуоумоу [попу]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • молитисѧ — МОЛ|ИТИСѦ (>1000), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Просить, умолять: Таче по мнозѣмь исхожении ѥмѹ. приде ѥдиною къ манастырю молѧсѧ великомѹ ѳеѡдосию. да бы при˫ать былъ. ЖФП XII, 49г; и ныне ѧ молюсѧ вамъ как то мозите стоѧти ѹ тои правдѣ и ѹ кр҃тномь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

  • αχρείαστος — η, ο 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε κάτι, άχρηστος, περιττός 2. εκείνος τον οποίο εύχεται κανείς να μη χρειαστεί («αχρείαστο να ναι») 3. αχρείος, άχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτυρο μσν.) αχρείαστος (την ύπαρξη του οποίου πιστοποιεί το μσν. επίρρ,… …   Dictionary of Greek

  • εβίβα — και βίβα επιφώνημα με το οποίο εύχεται κάποιος υγεία στους συμπότες, «στην υγειά σας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. evviva «ζήτω, εύγε»] …   Dictionary of Greek

  • επευκτός — ἐπευκτός, ή, όν (AM) αυτός τον οποίο αξίζει να εύχεται κανείς («ἡ ἡμέρα, ἐν ἧ ἔτεκέν με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή» θα ευχόμουν να μην ερχόταν αυτή η ημέρα που με γέννησε η μάνα μου, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευκτός (ρηματ. επίθ. σε τός) <… …   Dictionary of Greek

  • ευκτέον — εὐκτέον (Α) (ρημ. επίθ. τού ρ. εύχομαι) πρέπει να εύχεται, να παρακαλεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • εύχος — εὖχος, ( εος και ους, τό, ποιητ. τ. (Α)) [εύχομαι] 1. αυτό που εύχεται κάποιος για τον εαυτό του, το ποθούμενο 2. αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, το καύχημα 3. αφιέρωμα, προσφορά, τάξιμο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»