Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εὔδηλος

  • 1 Clear

    adj.
    Limpid: P. and V. καθαρός, λαμπρός, εὐαγής (Plat. but rare P.), Ar. and P. διαφανής.
    Of leather: P. εὔδιος (Xen.), V. γαληνός.
    Clear weather: Ar. and P. αἰθρία, ἡ (Xen.).
    Of sound; P. and V. λαμπρός; see Loud.
    Of sight: Ar. and P. ὀξς.
    Evident, manifest: P. and V. δῆλος. ἐναργής, σαφής, λαμπρός, ἔνδηλος, φανερός, ἐμφανής, ἐκφανής, διαφανής, περιφανής, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής. Ar. and P. εὔδηλος, κατδηλος, Ar. ἐπδηλος.
    Clear beforehand: P. πρόδηλος.
    Intelligible: see Intelligible.
    Free from trees: P. ψιλός; see Open.
    Undefiled: P. and V. καθαρός, ὅσιος, εὐαγής (rare P.), κήρατος (rare P.), ἅγνος (rare P.), κέραιος, V. ἀκραιφνής.
    Net: P. ἀτελής.
    Clear of: P. and V. ψιλός (gen.); see free from.
    Keep clear of: P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).
    Stand clear: P. and V. ἐκποδὼν στῆναι ( 2nd aor. ἵστασθαι).
    Whenever they closed with one another they could not easily get clear: P. ἐπειδὴ προσβάλλοιειν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο (Thuc. 1, 49).
    ——————
    v. trans.
    Reclaim ( from wild state): P. and V. ἡμεροῦν, V. ἐξημεροῦν, νημεροῦν (Soph., frag.), καθαίρειν, ἐκκαθαίρειν.
    Empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.
    Make clear, plain: P. and V. σαφηνίζειν (Xen.), διασαφεῖν (Plat.), V. ὀμματοῦν, ἐξομματοῦν.
    Cross: P. and V. περβαίνειν; see Cross.
    Jump over: see jump over.
    Acquit: P. and V. φιέναι, λειν, ἐκλειν; see Acquit.
    Double ( a cape): P. ὑπερβάλλειν.
    Clear oneself of ( a charge): P. ἀπολύεσθαι (acc. or absol.).
    Be cleared ( acquitted): P. and V. φεύγειν, Ar. and P. ποφεύγειν.
    Clear the way: see Prepare.
    Clear away, remove: P. and V. ἐξαιρεῖν, P. ἐκκαθαίρειν.
    Get rid of: Ar. and P. διαλειν.
    Clear away the tables: Ar. ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ( Pax, 1193).
    Clear off ( a debt): P. διαλύειν.
    Run away: see run away.
    Clear up, solve: P. and V. λειν, P. διαλύειν; see Solve.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clear

  • 2 Evident

    adj.
    P. and V. δῆλος, ἐναργής, σαφής, λαμπρός, ἔνδηλος, φανερός, ἐμφανής, ἐκφανής, διαφανης, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός. τρανής; see Clear.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Evident

  • 3 Manifest

    adj.
    P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, Ar. ἐπδηλος.
    Manifest beforehand: P. πρόδηλος.
    ——————
    v. trans.
    Give proof of: P. and V. ἐνδείκνυσθαι, παρέχειν (or mid.), προτθεσθαι, V. τθεσθαι, Ar. and P. ἐπιδείκνυσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manifest

  • 4 Obvious

    adj.
    P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής; see Clear.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obvious

  • 5 Plain

    adj.
    Level, flat: P. ὁμαλός, ἐπίπεδος, V. λευρός.
    Smooth: P. and V. λεῖος.
    Simple: P. and V. ἁπλοῦς. P. εἰλικρινής.
    Candid: P. and V. ἁπλοῦς; see plain-spoken.
    In plain speech: P. and V. ἁπλῶς. V. ὡς ἁπλῷ λόγῳ.
    Not beautiful, ugly: P. and V. αἰσχρός, P. μοχθηρός, V. δύσμορφος.
    Without device: V. σημος.
    Without embroidery ( of stuffs): P. λεῖος (Thuc. 2. 97).
    Easy to understand: P. and V. εὐμαθής (Xen.), σαφής, V. συνετός, εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος, εὔσημος.
    Clear: P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής, Ar. ἐπδηλος.
    Make plain, v.: P. and V. σαφηνίζειν (Xen.), διασαφεῖν (Plat.), V. ὀμματοῦν, ἐξομματοῦν, ἐκσημαίνειν; see Show, Explain.
    ——————
    subs.
    P. and V. πεδίον, τό, V. πλάξ, ἡ.
    Of the plain, adj.: P. and V. πεδις (Plat. but rare P.), P. πεδιεινός.
    Gods that haunt the plain: V. θεοὶ πεδιονόμοι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plain

См. также в других словарях:

  • Εὔδηλος — quite clear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδηλος — quite clear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδηλος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 461 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στην βόρεια ακτή του νησιού. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Σάμου. Φωτογραφία εποχής του Εύδηλου στην Ικαρία· ο οικισμός αναπτύχθηκε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, σε ό …   Dictionary of Greek

  • εὐδηλότερον — εὔδηλος quite clear adverbial comp εὔδηλος quite clear masc acc comp sg εὔδηλος quite clear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδήλως — εὔδηλος quite clear adverbial εὔδηλος quite clear masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδηλον — εὔδηλος quite clear masc/fem acc sg εὔδηλος quite clear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιτσοπούλου-Θέμελη, Ελένη — (Εύδηλος Ικαρίας 1928 –). Λογοτέχνης. Ήταν σύζυγος του συγγραφέα Γιώργου Κιτσόπουλου. Έγραψε θεατρικά έργα, δοκίμια και παιδικά διηγήματα. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με την έκδοση του βιβλίου της Τα παιδιά (συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • εὐδηλοτάτην — εὔδηλος quite clear fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδηλότερα — εὔδηλος quite clear neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδηλότεροι — εὔδηλος quite clear masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐδήλοις — Εὔδηλος quite clear masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»