-
1 приличие
прилич||иес ἡ εὐπρέπεια, ἡ εὐγένεια, ἡ κοσμιότης, ἡ εὐσχημοσύνη:соблюдать \приличиеия τηρῶ τους κανόνες τής εὐπρέπειας· для \приличиеия γιά τους τύπους. -
2 благопристойность
-и θ.παλ. κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευσχημοσύνη. -
3 декорум
-а α. (γραπ. λόγος) ευπρέπεια, κοσμιότητα, ευσχημοσύνη. -
4 презентабельность
-и θ.εμφάνιση καλή, ευπαρουσίαση, ευπρέπεια, ευκοσμία, ευσχημοσύνη. -
5 приличие
-я ουδ.ευπρέπεια ήθους, κοσμιότητα, ευσχημοσύνη•соблюдать -я τηρώ τους κανόνες ευπρέπειας•
для -я χάρη ευπρέπειας.
|| πλθ. -я οι κανόνες ευπρέπειας ή καλής συμπεριφοράς. -
6 Behaviour
subs.Manners: P. and V. τρόπος, ὁ, or pl., ἦθος, τό, or pl.Conduct, action: P. and V. πρᾶξις, ἡ.Bad behaviour: P. ἀσχημοσύνη, ἡ.Wickedness: P. and V. πονηρία, ἡ.Good behaviour: P. εὐσχημοσύνη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Behaviour
-
7 Gracefulness
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gracefulness
-
8 Seemliness
subs.P. and V. εὐκοσμία, ἡ, τὸ κόσμιον, τό πρέπον, τό προσῆκον, Ar. and P. κοσμιότης, ἡ, P. εὐσχημοσύνη, ἡ.Comeliness: P. and V. εὐμορφία, ἡ (Plat.), P. εὐπρέπεια, ἡ; see Comeliness.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seemliness
См. также в других словарях:
εὐσχημοσύνη — gracefulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημοσύνῃ — εὐσχημοσύνη gracefulness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσχημοσύνη — η (ΑΜ εὐσχημοσύνη) η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα αρχ. καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)] … Dictionary of Greek
εὐσχημοσύνην — εὐσχημοσύνη gracefulness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημοσύνης — εὐσχημοσύνη gracefulness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благоправьдиѥ — БЛАГОПРАВЬДИ|Ѥ (2*), ˫А с. Благопристойность: Варѩите г(с)а во исповѣдании. ˫авлѩите влагаема˫а ѡ(т) дь˫авола. аввѣ акакию. все бл҃гоправьдиѥ творѩще. (ἐν εὐσχημοσύνῃ) ФСт XIV, 116а; станите на подвизѣ суду и. ѡвооуду. и въ бл҃гоправдии и въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… … Dictionary of Greek
ευσχημονολογώ — εὐσχημονολογῶ, έω (Α) μιλώ με ευσχημοσύνη, με σεμνότητα και αξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσχήμων, μονος + λογώ (< λόγος), πρβλ. ετυμο λογώ, υμνο λογώ] … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵՁԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 452 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. εὑσχημοσύνη decor, elegantia, modestia Վայելչութիւն. գեղեցկութիւն. բարելաւութիւն. *Ոչ ʼի սակս բարեձեւութեան եւ տարաձեւութեան բանից այժմ եղեւ մեզ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՏՇԱՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0617 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 13c գ. ἑπιτηδείοτης, ἀρμός aptitudo, opportunitas, commoditas. Յարմարութիւն. աջողութիւն. արժանիք. դեպք. հանգամանք. *Մի ոք բռնազբօսութիւն կարծիցէ, այլ ճշմարիտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՐԿԵՇՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0636 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c գ. σωφροσύνη, εὑσχημοσύνη, τὸ εὕσχημον moderatio, temperantia, modestia, honestas. Պարկեշտն գոլ. ժուժկալութիւն. համեստութիւն. պատկառանք. ... *Ի սրբութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)