-
1 ευρωστία
εὐρωστίᾱ, εὐρωστίαstoutness: fem nom /voc /acc dualεὐρωστίᾱ, εὐρωστίαstoutness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐρωστίαι, εὐρωστίαstoutness: fem nom /voc plεὐρωστίᾱͅ, εὐρωστίαstoutness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευρωστια
-
3 εὐρωστία
Βλ. λ. ευρωστία -
4 εὐρωστίᾳ
Βλ. λ. ευρωστία -
5 ευρωστία
η1) сила, крепость, здоровье; 2) дородность -
6 εὐρωστία
εὐρωστ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρωστία
-
7 εὐρωστία
εὐ-ρωστία, ἡ, die Stärke, Kraft, Gesundheit -
8 ευρωστίας
εὐρωστίᾱς, εὐρωστίαstoutness: fem acc plεὐρωστίᾱς, εὐρωστίαstoutness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 εὐρωστίας
εὐρωστίᾱς, εὐρωστίαstoutness: fem acc plεὐρωστίᾱς, εὐρωστίαstoutness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ευρωστίαι
εὐρωστίαstoutness: fem nom /voc plεὐρωστίᾱͅ, εὐρωστίαstoutness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 εὐρωστίαι
εὐρωστίαstoutness: fem nom /voc plεὐρωστίᾱͅ, εὐρωστίαstoutness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ευρωστίαν
-
13 εὐρωστίαν
-
14 ευρωστίαις
-
15 εὐρωστίαις
См. также в других словарях:
εὐρωστία — εὐρωστίᾱ , εὐρωστία stoutness fem nom/voc/acc dual εὐρωστίᾱ , εὐρωστία stoutness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστίᾳ — εὐρωστίαι , εὐρωστία stoutness fem nom/voc pl εὐρωστίᾱͅ , εὐρωστία stoutness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρωστία — η (ΑΜ εὐρωστία) [εύρωστος] 1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος 2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ευρωστία — η υγεία καλή, δύναμη σωματική, ακμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρωστίας — εὐρωστίᾱς , εὐρωστία stoutness fem acc pl εὐρωστίᾱς , εὐρωστία stoutness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστίαι — εὐρωστία stoutness fem nom/voc pl εὐρωστίᾱͅ , εὐρωστία stoutness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστίαν — εὐρωστίᾱν , εὐρωστία stoutness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστίαις — εὐρωστία stoutness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
αθλοπαιδιά — η η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «σπορ» σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην ψυχαγωγία, τη σωματική ευρωστία και τη φυσική αγωγή, σε αντίθεση με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην… … Dictionary of Greek