Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐρωστίᾳ

См. также в других словарях:

  • εὐρωστία — εὐρωστίᾱ , εὐρωστία stoutness fem nom/voc/acc dual εὐρωστίᾱ , εὐρωστία stoutness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίᾳ — εὐρωστίαι , εὐρωστία stoutness fem nom/voc pl εὐρωστίᾱͅ , εὐρωστία stoutness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρωστία — η (ΑΜ εὐρωστία) [εύρωστος] 1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος 2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ευρωστία — η υγεία καλή, δύναμη σωματική, ακμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐρωστίας — εὐρωστίᾱς , εὐρωστία stoutness fem acc pl εὐρωστίᾱς , εὐρωστία stoutness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίαι — εὐρωστία stoutness fem nom/voc pl εὐρωστίᾱͅ , εὐρωστία stoutness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίαν — εὐρωστίᾱν , εὐρωστία stoutness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίαις — εὐρωστία stoutness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • αθλοπαιδιά — η η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «σπορ» σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην ψυχαγωγία, τη σωματική ευρωστία και τη φυσική αγωγή, σε αντίθεση με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»