Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
εὐν-ή
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἐύν — ἐΰν , ἐύς good masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ABRETTANE et ABRETTINE vel ABRETTENE — ABRETTANE, et ABRETTINE, vel ABRETTENE ςώρα ἡ λεγσ μεν´η Μυσία, εὐν` Α᾿βρετίας νύμφνς Phavorinus, Inde Abretanus Iuppiter, Mysius Deus, ab Abretâ, quae est Mysia, sic vocatus: cuius sacerdos fuit Cleon, latto prius insignis, deinde Antonii,… … Hofmann J. Lexicon universale
AMALECH — Latin. populos lambens; vel ex Ebraeo et Syro, populos percutiens; Fil. Eliphaz ex Thamna concubina. Gen. c. 36. v. 12. Erat autem nepos Esau. A quo Amalechitae, pars Idumaeorum vicini Iudaeae, versus meridiem, maledictioni divinitus destinati,… … Hofmann J. Lexicon universale
εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… … Dictionary of Greek
εχέτης — ἐχέτης, ὁ (Α) αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ *τού έχω (I) + κατάλ. έτης (πρβλ. ευν έτης, οφειλ έτης)] … Dictionary of Greek
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek
ιστιούχος — ο ναυτ. σχοινί τεντωμένο κατά μήκος τού ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. ευν ούχος, κλειδ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
λεπτόνητος — λεπτόνητος, ον (Α) αυτός που έχει κλωστεί με λεπτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * < επίρρ. λεπτά) + νητος (< νήθω), πρβλ. εύν νητος] … Dictionary of Greek
μουνί — το (Μ μουνί[ν]) το γυναικείο αιδοίο νεοελλ. 1. μτφ. χυδαίος χαρακτηρισμός ωραίας και προκλητικής γυναίκας 2. φρ. «γίναμε μουνί» ή «τά κάναμε μουνί» ήλθαμε σε οξεία διαφωνία ή αναστατώσαμε τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την … Dictionary of Greek
μουνούχος — ο (Μ μουνοῡχος και μνοῡχος) ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. εὐνοῦχος (< εὐνή «κλίνη, συζυγικό κρεβάτι» + οῦχος < ἔχω) > βνοῦχος > μνοῦχος > μουνοῦχος (για την τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος / vn / (ευν / αυν) σε / mn / πρβλ. εὔνοστος… … Dictionary of Greek
παρευνέτις — ιδος, ἡ, Α αυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα έτις (πρβλ. ευν έτις)] … Dictionary of Greek