-
1 прямо
επίρ.ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•
я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•
он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.
|| ορθά, ευθυτενώς•стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).
|| ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.
|| (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.
|| εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•прямо противоположный εντελώς αντίθετος.
εκφρ.прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες! -
2 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
3 рассеяние
1. (физ., рад.) η σκέδαση, атмосферное - ατμοσφαιρική -, беспорядочное - ακανόνιστη -магнитное - (поток рассеяния) μαγνητική -, η μαγνητική διαρροή2. (света) η διάχυση, η διασκόρπιση, ο διασκορπισμός, η σκέδαση 3. (мощности, энергии) η διάχυση, η απώλεια 4. (разброс данных) η διασποράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеяние
-
4 прямая
прям|аяж мат ἡ εὐθεία (γραμμή):провести \прямаяу́ю χαράζω εὐθεία (γραμμή). -
5 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
6 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
7 напрямик
επίρ.1. κατ ευθεία, (στα);ίσια, γραμμή, ευθέως•идти напрямик πηγαίνω κατ ευθεία.
2. μτφ. ανοιχτά, καθαρά, ξεκάθαρα, σταράτα. -
8 асимптота
мат. η ασύμπτωτος (γραμμή/ευθεία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > асимптота
-
9 видимость
η ορατότητ/ατο ορατό(ν)вертикальная - κατακόρυφη -, κάθετη -пониженная - μειωμένη -, χαμηλή -, прямая - ευθεία -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видимость
-
10 горелка
1. (устройство для сжигания топлива) о καυστήραςводоохлаждаемая - με ψύξη μέσω ύδατος/νερούкороткопламенная - βρα-χείας/μικρής φλόγαςкороткофакельная - см. короткопламенная -2. (устрой-ство для сварки, резки и т.п.) о αυλός (της συγκόλλησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горелка
-
11 диагональ
1. мат. η διαγώνιος 2. (теоре-тического чертежа судна) η ευθεία τέμνουσα διαγωνίωςτο επίπεδο (πλάνο) της κυρίας τομής του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диагональ
-
12 залёт
η πτήσηрекогносцировочный (афс.) - αναγνωριστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залёт
-
13 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
14 параллель
1. геогр. ο/η παράλληλος 2. мат. η παράλληλος (ευθεία) 3. (сопоставление, сравнение) о παραλληλισμός, ησύγκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параллель
-
15 провести
1. (через что-л.) περνώ, οδηγώ 2. (проложить, соорудить, построить) περνώ, κατασκευάζω 3. (прочертить, обозначить) χαράζω, χαράσσω, τραβώ 4. (добиться принятия,утверждения чего-л.) προβάλλω, προτείνω,καταχωρώ, περνώ 5. (осуществить, произвести что-л.) πραγματοποιώ, κατασκευάζω,φτιάχνω, εγκαθιστώ 6 (прожить какое-л.время где-л.) περνώ, ζω, διαβιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провести
-
16 пропорциональность
η αναλογία, η αναλογικότητα, обратная - αντίστροφη -, прямая - ευθεία -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропорциональность
-
17 прямо
1. (ровно, без изгиба) ίσια 2. (по прямой линии) ευθεία, ίσια 3 (непосредственно) άμεσα 4. (немедленно, минуя промежуточные стадии, пункты) ευθέως 5 (открыто) ανοιχτά, ξεκάθαρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямо
-
18 прямой
1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός- ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой
-
19 цепь
I. 1. (мех., мат, хим.) η αλυσίδα, η σειράмолекулярная - хим. μοριακή -прямая - хим. ευθεία -якорная мор. - άγκυρας2. эл. το κύκλωμαанодная (элн.) - ανοδίουизмерительная (эл.элн.) - μέτρησηςкабельная свз. - καλωδιακό -линейная - (эл.элн.) γραμμικό -- нагрузки (эл.элн.) - φορτίου- отключения (эл.элн.) - αποσύνδεσηςтормозная - φρένου/πέδης- управления (эл.элн.) - χειρισμούфизическая свз. - φυσικό -II.(горная) η οροσειρά, η βουνο-σειρά.III.(напр. пищевая) η (π.χ. τροφική) αλυσίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цепь
-
20 линия
линияж в разн. знач. ἡ γραμμή, ὁ στίχος, ἡ σειρά:прямая \линия ἡ εὐθεϊα γραμμἤ автоматическая \линия συστοιχία αὐτόματων μηχανών трамвайная \линия ἡ γραμμή τοδ τραμ, ἡ τροχιοδρομική γραμμή· \линия партии ἡ γραμμή τοῦ κόμματος· \линия прицела воен. ἡ σκοπευτική γραμμή· \линия обороны ἡ ἀμυντική γραμμή· \линия поведения ἡ διαγωγή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐθεῖα — fem nom/voc sg εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεία — εὐθεί̱ᾱ , εὐθεῖα fem nom/voc/acc dual εὐθείᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθείᾳ — εὐθεί̱ᾱͅ , εὐθεῖα fem dat sg (attic doric aeolic) εὐθείᾱͅ , εὐθύς 1 straight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθεία — Στη στοιχειώδη γεωμετρία η έννοια ε. είναι έννοια αρχική (δεν ορίζεται). Την έννοια της ε. σχηματίζουμε, αν τεντώσουμε ένα λεπτό νήμα· όσο το νήμα αυτό είναι πιο λεπτό, τόσο η μορφή του μας κάνει vα αντιληφθούμε πληρέστερα αυτό που λέμε ε. Στη… … Dictionary of Greek
ευθεία — η γραμμή με σταθερή κατεύθυνση, που είναι και η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακόρυφος ή κατακόρυφη — Ευθεία κάθετη στην επιφάνεια υγρών που βρίσκονται σε ηρεμία. Η κ. έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης, είναι κάθετη στο μέσο του επιπέδου του ορίζοντα και διαιρεί την ουράνια σφαίρα σε δύο αντιδιαμετρικά σημεία, στο ζενίθ και στο ναδίρ. Κ.… … Dictionary of Greek
εὐθεῖαι — εὐθεῖα fem nom/voc pl εὐθύς 1 straight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεῖαν — εὐθεῖα fem acc sg εὐθύς 1 straight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek