-
1 καμπής
-
2 καμπῆς
-
3 Κάμπης
Κάμπηcaterpillar: fem gen sg (attic epic ionic) -
4 κάμπης
κάμπηcaterpillar: fem gen sg (attic epic ionic)κάμπτωkam̃p-as: aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) -
5 παλι-καμπής
παλι-καμπής, ές, für παλιγκαμπής, Schol. Ap. Rh. 4, 1315.
-
6 πολυ-καμπής
πολυ-καμπής, ές, = Folgdm; ἰξύς, Phani. 4 (VI, 297); τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲς τῆς περιόδου, Plut. Symp. 1, 1, 5 a. E., u. öfter.
-
7 φιλο-καμπής
φιλο-καμπής, ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).
-
8 εὐ-καμπής
εὐ-καμπής, ές, wohl, schön gebogen. δρέπανον Od. 18, 368, κληΐς 21, 6, τόξον H. h. 27, 12; sp. D., wie Theocr. 13, 56; Ap. Rh. 3, 1388; – ταῦρος τὰ κέρατα εὐκαμπής, mit schön gebogenen Hörnern, Luc.. D. Marin. 15, 2; τὸ εὐκ. τῶν μελῶν, im. 14; – κατασκευάζοντες τὸ κέρας εὐκαμπές, vom Heere, so daß es sich leicht wenden konnte, Plut. Sull. 17, vgl. Luc. enc. musc. 2. – [Bei Leon. Tar. 25 (VI, 4) ist εὐκαμπές als Daktylus gebraucht, wo Salmas. εὐκαπές vermuthet.]
-
9 δυς-καμπής
δυς-καμπής, ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.
-
10 μικρο-καμπής
μικρο-καμπής, ές, ein wenig gebogen, Paul. Aeg.
-
11 μεγαλο-καμπής
μεγαλο-καμπής, ές, sehr gekrümmt, Sp.
-
12 βαθυ-καμπής
βαθυ-καμπής, συῶν κλεῖδα, Ariston. 1 (VI, 306), tief eingebogen, Bratspieß.
-
13 ἀ-καμπής
ἀ-καμπής, ές, unbiegsam, Theophr.; Luc. Deor. D. 10, 2; ἀκαμπίστερος. Plut. u. oft Nonn.; Orph.
-
14 ἀνα-καμπής
ἀνα-καμπής, ές, umbiegend, Philo.
-
15 ἐπι-καμπής
ἐπι-καμπής, ές, eingebogen, gekrümmt, vom lituus, Plut. Cam. 32; Luc. Gall. 28.
-
16 περι-αγωγή
περι-αγωγή, ἡ, das Herumführen, das Umwenden; στρέφεσϑαι διττὰς καὶ ἐναντίας περιαγωγάς, Plat. Polit. 269 e; der Schleuder, Pol. 27, 9, 6; Sp., bes. Plut., auch = Umschweif, List, vgl. reip. ger. praec. 25, πολλὰ γὰρ ἀπ' εὐϑείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος καμπῆς καὶ περιαγωγῆς.
-
17 σκολιότης
-
18 βαθυκαμπης
-
19 δυσκαμπης
-
20 επικαμπης
См. также в других словарях:
καμπής, σημείο — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό εκείνου του σημείου της καμπύλης μιας συνάρτησης στο οποίο η καμπύλη αλλάζει κυρτότητα. Στο σχήμα, το σημείο Ρ είναι ένα σ.κ. της καμπύλης. Αν x = x(t), y = y(t), α < t < β είναι μία παραμετρική … Dictionary of Greek
καμπῆς — καμπή winding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάμπης — Κάμπη caterpillar fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπης — κάμπη caterpillar fem gen sg (attic epic ionic) κάμπτω kam̃p as aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
ευκαμπής — εὐκαμπής, ές (ΑΜ) ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.) 2. (για πύον) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ καμπής, οξυ… … Dictionary of Greek
πολυκαμπής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές 2. μουσ. αυτός που έχει πολλά διανθίσματα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυκαμπές η ιδιότητα τού κισσού να κάμπτεται σε πολλά σημεία και να περιελίσσεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καμπής (< κάμπτω) … Dictionary of Greek
υγροκαμπής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κάμπτεται με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + καμπής (< καμπή < κάμπτω), πρβλ. μεγαλο καμπής, οξυ καμπής] … Dictionary of Greek
μεγαλοκαμπής — μεγαλοκαμπής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευ καμπής)] … Dictionary of Greek
μικροκαμπής — μικροκαμπής, ές (Α) αυτός που είναι κάπως κυρτός, ο ελαφρά καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. μεγαλο καμπής] … Dictionary of Greek
οξυκαμπής — ὀξυκαμπής, ές (Α) (για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + καμπής (< καμπή), πρβλ. ευ καμπής] … Dictionary of Greek