-
1 εἵμαρται
( безлично) суждено -
2 μειρομαι
(pf. ἔμμορα; pass.: 3 л. sing. pf. εἵμαρται и ppf. εἵμαρτο, part. εἱμαρμένος) получать по жребию, принимать в удел(ἥμισυ μείρεο τιμῆς Hom.)
ἀνάγκη καὴ εἵμαρται impers. Plat. — установлено судьбой;ἤδη καὴ ἥ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν Plat. — уже наступил назначенный судьбой день;ἥ εἱμαρμένη (sc. μοῖρα) Plat., Dem. — судьба, удел, участь -
3 ανειμαρται
См. также в других словарях:
είμαρται — εἵμαρται (Α) είναι προορισμένο να συμβεί, είναι γραφτό τής μοίρας … Dictionary of Greek
εἵμαρται — μείρομαι receive as one s portion perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek
ειμαρμένο — το (Α εἱμαρμένος, η, ον) αυτό που είναι προκαθορισμένο να συμβεί, το μοιραίο, το γραφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. είμαρται τού αρχ. ρ. μείρομαι*] … Dictionary of Greek
καθείμαρται — (Α) απρόσ. είναι από τη μοίρα γραμμένο («πάλαι καθειμαρμένων τούτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἵμαρται, γ εν. ορ. παθ. παρακμ. τού ρ. μείρομαι «παίρνω αυτό που μού αναλογεί» (πρβλ. την ουσιαστικοποιημένη θηλ. μτχ. παθ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
συνείμαρται — Α απρόσ. 1. είναι επίσης καθορισμένο από τη μοίρα 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τὰ συνειμαρμένα αυτά που έχουν επίσης καθοριστεί από τη μοίρα («ἔστι τε εἱμαρμένα τρόπον τινὰ καὶ ταῡτα... ἐκείνοις συνειμαρμένα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek
(s)mer- — (s)mer English meaning: to remember; to care for Deutsche Übersetzung: “gedenken, sich erinnern, sorgen” Material: 1. O.Ind. smárati “ reminds sich, gedenkt”, smaraṇa n., smr̥ti “Gedenken, Gedächtnis”, Av. maraiti, hišmaraiti… … Proto-Indo-European etymological dictionary