Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

εἰς+κρίσιν

  • 1 Offer

    v. trans.
    Stretch forth: P. and V. προτείνειν, ἐκτείνειν, ὀρέγειν.
    met., offer hope, advice, etc.: P. and V. ποτείνειν; see Suggest, Give, Promise.
    Hand over: P. and V. προσφέρειν, παρέχειν, διδόναι.
    Promise: P. and V. πισχνεῖσθαι; see Promise.
    Offer as a prize: P. and V. προτιθέναι, τιθέναι, V. ἐκτιθέναι (Soph., frag.).
    Dedicate ( to a god): P. and V. νατιθέναι.
    Offer ( a slave) for torture: P. ἐκδιδόναι (acc.).
    I offer myself to be questioned: P. παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν (Plat., Apol. 33B).
    He offers himself for trial: P. καθίστησιν ἑαυτὸν εἰς κρίσιν (Thuc. 1, 131).
    Offer prayer: see Pray.
    Offer sacrifice: P. and V. θειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).
    Offer to, undertake to: P. and V. φίστασθαι (infin.), πισχνεῖσθαι (infin.), ἐπαγγέλλεσθαι (infin.), ἐξαγγέλλεσθαι (infin.); see Proviso. V. intrans.
    Of opportunity: P. and V. παραπίπτειν, P. παρατυγχάνειν.
    ——————
    subs.
    Promice: P. and V. πόσχεσις, ἡ, P. ἐπαγγελία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Offer

См. также в других словарях:

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • JUDICIA — in Rep. Rom. primum penes Senatum fuêrunt, ex lege Romuli, cuius meminir Dion. Halic. quod eriam longo rempore sub Consulibus observatum. Donec C. Sempronius Gracchus Tr. Pl. lege latâ, ea ad solos Equires transtulit, postquam paucis ante Annis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»