Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

εἰ+θέλεις

  • 1 please yourself

    (do what you choose: I don't think you should go, but please yourself.) όπως θέλεις,κάνε ό,τι νομίζεις

    English-Greek dictionary > please yourself

  • 2 Indifferent

    adj.
    P. and V. ῥᾴθυμος, Ar. and P. μελής.
    Indifferent to, heedless of: P. ἀμελής (gen.) ὀλιγωρός (gen.), V. ἄφροντις (gen.), (Eur., frag.).
    Calm, peaceful: P. and V. ἀπράγμων.
    Be indifferent, v.: P. καταρρᾳθυμεῖν.
    Make no difference: P. and V. οὐ διαφέρειν, V. ἀμφιδεξίως ἔχειν (Æsch., frag.).
    Be indifferent to: see disregard. Callous, adj.: P. and V. ἀμβλύς, νάλγητος.
    Calm: P. and V. ἥσυχος, ἡσυχαῖος, P. ἡσύχιος.
    Poor in quality: P. and V. φαῦλος, μέτριος, φλαῦρος, εὐτελής.
    It is indifferent to me whether you desire to praise or blame me: V. σὺ δʼ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις ὁμοῖον (Æsch., Ag. 1403).
    It is indifferent to me: P. and V. οὔ μοι μέλει.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indifferent

  • 3 May

    subs.
    P. Θαργηλιών, ὁ.
    ——————
    v. intrans.
    You may, you are allowed to: P. and V. ἔξεστί σοι (infin.), πρεστί σοι (infin.), or πρα σοι (infin.), ἔνεστί σοι (infin.).
    In wishes: see would that.
    You may be right: P. κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν (Plat., Sym. 205D).
    You may never have seen a state governed by a tyrant: P. ὑμεῖς δὲ τάχα οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν (Plat., Legg. 711A).
    This reproach may perhaps have come extorted by anger: V. ἀλλʼ ἦλθε μὲν δὴ τοῦτο τοὔνειδος τάχ’ ἄν ὀργῇ βιασθέν (Soph., O.R. 523).
    You may get you gone where you will: V. σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις (Soph., Ant. 444).
    My method may be worse or it may be better: P. ἴσως μὲν γὰρ (ὁ τρόπος) χείρων, ἴσως δὲ βελτίων ἂν εἴη (Plat., Ap. 18A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > May

  • 4 Same

    adj.
    P. and V. ὁ αὑτός; see also Like.
    At the same time, adv.: P. and V. μα, ὁμοῦ, V. ὁμῶς.
    In the same way: P. and V. ὡσαύτως, V. αὔτως; see Similarly.
    At the same time as: P. and V. μα (dat.).
    Having the same father and mother: P. ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος.
    If ( the wall) were to be advanced further it made it the same thing for them whether they fought and won continually or never fought at all: P. εἰ προέλθοι (τὸ τεῖχος) ταὐτὸν ἤδη ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις διὰ παντὸς καὶ μηδὲ μάχεσθαι (Thuc. 7, 6).
    It is the same to me whether you desire to praise or blame me: V. σὺ δʼ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις ὁμοῖον (Æsch., Ag. 1403).
    It was all the same whether the quantity drunk were more or less: P. ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν (Thuc. 2, 49).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Same

См. также в других словарях:

  • 'θέλεις — ἐθέλεις , ἐθέλω to be willing pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλεις — ἐθέλω to be willing pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰπὼν ἃ θέλεις, ἄκουε καὶ ἃ μὴ θέλεις. — См. Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Codex Alexandrinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 02 …   Wikipedia

  • кто говорит что хочет, услышит, чего и не хочет — Ср. Cum dixeris quae vis, quae non vis audies. S. Hieronymus adv. Rufin. 3, 42. Ср. Qui quae vult, dicit, quae non vult, audiet. Terent. Andr. 5, 4, 17. Ср. Hor. Sat. 2, 3, 298. Ср. Ειπών α θέλεις, ακουε καί α μη θέλεις. Кто говорит, что хочет,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет — Кто говоритъ, что хочетъ, услышитъ чего и не хочетъ. Ср. Cum dixeris quae vis, quae non vis audies. S. Hieronymus adv. Rufin. 3, 42. Ср. Qui quae vult, dicit, quae non vult, audiet. Terent. Andr. 5, 4, 17. Ср. Hor. Sat. 2, 3, 298. Ср. Εἰπὼν ἃ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… …   Dictionary of Greek

  • λιανοτράγουδα — Δημοτικά τραγούδια που αποτελούνται από δύο ή τέσσερις στίχους. Συνήθως περιέχουν δύο στίχους, γι’ αυτό και ονομάζονται επίσης δίστιχα. Τα λ., που είναι γνωστά και ως μαντινάδες ή ριμνέτσες, αποτελούνται από δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους και… …   Dictionary of Greek

  • Σαραντάπηχοι — Μυθικοί κάτοικοι του όρους Ίδη της Κρήτης. Ήταν πανύψηλοι και ρωμαλέοι, γι’ αυτό και τους έλεγαν Σ. Κατά την παράδοση, οι Σ. ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού, και ζούσαν σ’ αυτό πριν ακόμα και από το μυθικό κατακλυσμό. Σχετικά με το μύθο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»