-
1 казённый
επ.1. κρατικός, δημόσιος•-ые деньги χρήματα του δημοσίου•
-ое здание δημόσιο κτίριο•
-ое имущество περιουσία του δημοσίου•
на казённый счёт με έξοδα του κράτους•
-воспитанник υπότροφος μαθητής•
-ое пособие κρατικό βοήθημα.
2. γραφειοκρατικός, επιφανειακός, τυπικός•казённый подход к делу γραφειοκρατική αντιμετώπιση του ζητήματος.
|| κοινός, στερεότυπος, τετριμμένος, ρουτινιέρικος.εκφρ.- ые крестьяне – κρατικοί αγρότες (στη Ροσία τον 18-19 αι.)• казённая винная лавка βλ. казёнка. -ая палата εφορειακό κατάστημα• εφορεία εισπράξεων του κυβερνείου•- ая часть – το κλείστρο όπλου. -
2 надзор
-а α.επιτήρηση, επίβλεψη, επιστασία, εποπτεία, εφορεία•быть под -ом είμαι υπο επιτήρηση•
установить надзор βάζω υπό επιτήρηση•
санитарный надзор υγειονομική εποπτεία•
технический надзор οι τεχνικοί επόπτες.
-
3 налоговый
επ.φορολογικός•-ая система το φορολογικό σύστημα•
-ые платежи καταβολή (πληρωμή) φόρων•
-ая инспекция φορολογική εποπτεία (οικονομική εφορεία)•
налоговый агент οικονομικός έφορος.
См. также в других словарях:
ἐφορεία — ἐφορείᾱ , ἐφορεία office of ephor fem nom/voc/acc dual ἐφορείᾱ , ἐφορεία office of ephor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορείᾳ — ἐφορείᾱͅ , ἐφορεία office of ephor fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… … Dictionary of Greek
εφορεία — η νομικό πρόσωπο υπεύθυνο για τη διαχείριση περιουσίας: Εφορεία Δημοσίων Κτημάτων. – Εφορεία Υλικού Πολέμου. – Eφορεία Bυζαντινών Aρχαιοτήτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφορεῖα — ἐφορεῖον office neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορείας — ἐφορείᾱς , ἐφορεία office of ephor fem acc pl ἐφορείᾱς , ἐφορεία office of ephor fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορείαν — ἐφορείᾱν , ἐφορεία office of ephor fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Handakas — Héraklion Héraklion (el) Ηράκλειο Administration Pays … Wikipédia en Français
Handax — Héraklion Héraklion (el) Ηράκλειο Administration Pays … Wikipédia en Français
Heraklion — Héraklion Héraklion (el) Ηράκλειο Administration Pays … Wikipédia en Français
Héraklion — 35° 20′ 00″ N 25° 00′ 48″ E / 35.33333, 25.013333 … Wikipédia en Français