Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευτύχημα

См. также в других словарях:

  • εὐτύχημα — piece of good luck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτύχημα — το (ΑΜ εὐτύχημα) [ευτυχώ] ευτυχές γεγονός, καλοτυχία, καλή τύχη, ευτυχής σύμπτωση ή περίπτωση («είναι ευτύχημα που δεν τόν συνάντησα») …   Dictionary of Greek

  • ευτύχημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ευτυχώ, ευτυχές γεγονός, εξαιρετικά καλή περίπτωση: Είχε το ευτύχημα να απουσιάζει την ώρα εκείνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐτύχημ' — εὐτύχημα , εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχημάτων — εὐτύχημα piece of good luck neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχήμασι — εὐτύχημα piece of good luck neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχήμασιν — εὐτύχημα piece of good luck neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχήματα — εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχήματι — εὐτύχημα piece of good luck neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχήματος — εὐτύχημα piece of good luck neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχήματ' — εὐτυχήματα , εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc pl εὐτυχήματι , εὐτύχημα piece of good luck neut dat sg εὐτυχήματε , εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»