-
1 ευρυς
εὐρεῖα (ион. εὐρέα), εὐρύ1) широкий(κόλπος Hom.; τάφρος Her.; πόρος Plat., Arst.)
2) толстый(τεῖχος Hom.)
3) обширный(οὐρανός Hom.; στρατός Hom., Hes.; ποντος Hom., Soph.; νῆσος Anth.)
4) просторный(κόθορνοι Her.; οἰκίαι Xen.)
5) широко распространяющийся(κλέος φόνου Hom.)
6) далеко идущий(ἐλπίδες Anth.)
-
2 ευρύς
(-έος), εία, ύ1) прям., перен. широкий, большой;σε ευρεία κλίμακα — широко; — в широком масштабе;
οι ευρείς ορίζοντες — широкие горизонты;
2) перен. широкий, обширный; всеобъемлющий, всесторонний;ευρεία μόρφωση — всестороннее образование;
ευρεία μάθηση — или ευρείς γνώσεις — обширные знания;
ευρεία διάνοια — широкий, всеобъемлющий ум;
ευρεία δράση — широкая деятельность;
3) просторный (о помещении); вместительный (о сосудах) -
3 ευρύς
[эврис] επ широкий. -
4 ευρεα
-
5 ευρεια
-
6 ευρωδης
-
7 ουρον
Iτό [οὐρέω] моча Her., Arst.IIτό [ὄρνυμι или εὐρύς] расстояние, протяжение, отрезокδίσκου οὖρα Hom. — расстояние брошенного, т.е. дальность полета диска;
οὖ. ἡμιόνοιϊν ( или ἡμιονοῖϊν) и οὖρα ἡμιόνων Hom. — (максимальная) длина борозды, проводимая парой (пашущих) мулов ( за один раз)
См. также в других словарях:
εὐρύς — wide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… … Dictionary of Greek
ευρύς, -εία, -ύ — πλατύς, φαρδύς, εκτεταμένος, απλωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρέα — εὐρύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) εὐρύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐρέᾱ , εὐρύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύ — εὐρύς wide neut acc sg εὐρύς wide masc voc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτάτων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτέρων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτέρως — εὐρύς wide adverbial εὐρύς wide masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύτατον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύτερον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek