-
1 ευπορία
[эвпориа] ουσ. θ. зажиточностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευπορία
-
2 благополучие
-
3 благосостояние
-
4 благосостояние
η ευημερίαη ευπορίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > благосостояние
-
5 состоятельность
1. мат. η βασιμότητα 2. (платежеспособность) η φερεγγυότητα 3. (степень материального благосостояния) η ευπορίαη ευημερία4. (обоснован-ность, доказательность чего-л.) η βασιμότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состоятельность
-
6 благосостояние
благосостояниес ἡ εὐημερία, ἡ εὐπρα-γία, ἡ εὐπορία. -
7 довольство
довольств||ос1. (достаток) ἡ ἐπάρκεια, ἡ ἄνεση [-ις], ἡ εὐπορία:жить в полном \довольствое ζῶ ἐν πλήρει ἀνέσει, ζῶ μ' ὀλα μου τά καλά·2. (удовлетворение) ἡ εὐχαρίστηση [-ις], ἡ ίκανοποίηση [-ις]. -
8 достаток
достат||окм ἡ εὐπορία, ἡ εὐημερία, ἡ ἄνεση [-ις], ἡ ἀφθονία, ἡ ἐπάρκεια:жить в \достатокке ζῶ μέ ἄνεση. -
9 жизнь
жизн||ьж в разн. знач. ἡ ζωή, ὁ βίος:Духовная \жизнь ἡ πνευματική ζωή· общественная \жизнь ἡ κοινωνική ζωή· зажиточная \жизнь· ἡ εὐπορία, ἡ εὐπορη ζωή· совместная \жизнь· ἡ κοινή ζωή· семейная \жизнь ἡ οίκογε-νειακή ζωή· походная \жизнь ζωή ἐκστρατείας· образ \жизньи ὁ τρόπος ζωής· условия \жизньи οἱ συνθήνες ζωής· вести́ праздную \жизнь· ζῶ ἀργόσχολος· борьба за \жизнь ἡ βιοπάλη· полный \жизньи γεμάτος ζωή· средства к \жизньи τά προς τό ζήν, οἱ πόροι τής ζωής· рисковать \жизньью (ριψο)κινδυνεύω τή ζωή Дои· лишать себя \жизньи αὐτοκτονώ· проводить что-л. в \жизнь ἐφαρμόζω κάτι στή ζωή· при \жизньи στή διάρκεια τοῦ βίου· никогда в \жизньи! ποτέ, οὐδέποτε!· на всю \жизнь σ' ὅλη (μου) τή ζωή· \жизнь бьет ключом βράζει ἀπό ζωή· ◊ борьба не на \жизнь, а на смерть ὁ θανάσιμος ἀγώνας, ἡ πάλη μέχρι θανάτου. -
10 зажиточность
зажи́точн||остьж ἡ εὐπορία, ἡ ἄνεση [-ις]. -
11 обеспечениость
обеспечен||иостьж ί. ὁ ἐφοδιασμός, οἱ προμήθειες·2. (достаток) ἡ εὐπορία, ἡ εὐημερία. -
12 состоятельность
состоятельность I ж1. (платежеспособность) ἡ ἀξιοχρεώτης, ἡ ἀξιοχρεω-σύνη·2. (денежное благосостояние, достаток) ἡ εὐπορία, ἡ εὐμάρεια/ ὁ πλοῦ-τος (богатство).состоятельность II ж (обоснованность) ἡ βασιμότης. -
13 достаток
[νταστάτακ] ста. α. ευπορία’ -
14 состоятельность
[σασταγιάτιλναστ'] ουσ. Θ. ευπορία -
15 достаток
[νταστάτακ] ста. α ευπορία’ -
16 состоятельность
[σασταγιάτιλναστ'] ουσ θ ευπορία -
17 благосостояние
-я ουδ.ευημερία, ευπορία, ευτυχία•благосостояние народа ευημερία του λαού.
-
18 довольство
-а Όυδ.1. ικανοποίηση, ευχαρίστηση•испытывать довольство αισθάνομαι ικανοποίηση, ευχαριστιέμαι•
лицо выражало довольство το πρόσωπο έδειχνε ικανοποίηση.
2. επάρκεια, ευπορία• άνεση•жить в -е καλοζώ, καλοπερνώ, ευζωώ.
-
19 достаток
-тка.а.1. ευπορία, ευημερία, ευμάρεια• άνεση.2. επάρκεια, αφθονία.3. πλθ. -и έσοδα•невелики наши -и τα έσοδα μας είναι, μικρά.
-
20 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐπορία — εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc/acc dual εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος] το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια νεοελλ. μσν. η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα») μσν. αρχ. η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να … Dictionary of Greek
εὐπορίᾳ — εὐπορίαι , εὐπορία ease fem nom/voc pl εὐπορίᾱͅ , εὐπορία ease fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η η κατάσταση του εύπορου, άνεση υλική, ευημερία, πλούτος (αντίθ. απορία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπορίας — εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem acc pl εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαι — εὐπορία ease fem nom/voc pl εὐπορίᾱͅ , εὐπορία ease fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαν — εὐπορίᾱν , εὐπορία ease fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποριῶν — εὐπορία ease fem gen pl εὐπορίζω supply fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαις — εὐπορία ease fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίη — εὐπορία ease fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίην — εὐπορία ease fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)