Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευοίωνος

См. также в других словарях:

  • ευοίωνος — η, ο [οιωνός] 1. αυτός που αποτελεί καλό οιωνό, που προμηνύει κάτι καλό («ευοίωνο σημείο» ό, τι χαρακτηρίζεται ως ευτυχές προμήνυμα) 2. αισιόδοξος («ευοίωνες προβλέψεις») …   Dictionary of Greek

  • ευοίωνος — η, ο 1. αυτός που αποτελεί καλό σημάδι. 2. ο αισιόδοξος: Οι προβλέψεις μας για τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ευοίωνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • πανευώνυμος — ον, Μ εξαιρετικά ευοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐώνυμος «ευοίωνος»] …   Dictionary of Greek

  • Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… …   Dictionary of Greek

  • αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

  • γουρλής — λού και λίδισσα, λίδικο αυτός που φέρνει γούρι, ευοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğurlu] …   Dictionary of Greek

  • εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …   Dictionary of Greek

  • εναίσιος — ἐναίσιος, ον (Α) εναίσιμος 1. αίσιος, ευμενής, ευοίωνος («καὶ ἦν πρὸς αὐτὰς [τὰς διαψηφίσεις] ἀεὶ διοσημεία, εἴτε ἐναίσιον εἴτε ἐξαίσιον ἐγένετο», Δίων Κ.) 2. δίκαιος, χρηστός («ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμι», Σοφ.) 3. πρέπων, αρμόδιος, κατάλληλος… …   Dictionary of Greek

  • ενηής — ἐνηής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα αλλά και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος, αγαθός («τοῡ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», Ομ. Ιλ.) 2. (για αστέρι) ευοίωνος, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για… …   Dictionary of Greek

  • εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»