-
1 ευλάβεια
[эвлавиа] ουσ. Θ. почтение, набожность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευλάβεια
-
2 пиетет
η ευλάβεια, η ευσέβεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пиетет
-
3 благоговение
благогов||ениес ὁ σεβασμός, ἡ εὐλάβεια. -
4 благочестие
благо||честиес ἡ εὐσέβεια, ἡ εὐλάβεια, ἡ θεοσέβεια. -
5 набожность
набожн||остьж ἡ εὐλάβεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ θεοσέβεια. -
6 пиетет
пиететм ἡ εὐλάβεια -
7 почтительность
почтительн||остьж ὁ σεβασμός, ἡ ἐκτίμησις, τό σέβας, ἡ εὐλάβεια. -
8 набожность
[νάμπαζναστ'] ουσ. θ. ευλάβεια -
9 набожность
[νάμπαζναστ'] ουσ θ ευλάβεια -
10 благоговение
-я ουδ.ευλάβεια, ευσέβεια. -
11 набожность
-и Ό. θεοσέβεια, ευσέβεια, ευλάβεια. -
12 неучтивость
-и θ.ασέβεια, αν ευλάβεια, αγένεια, απρέπεια. -
13 пиетет
-а α. (γραπ. λόγος) ευλάβεια, ευσέβεια. -
14 пиетизм
-а α.1. ασκητισμός.2. ευλάβεια, ευσέβεια, θεοσέβεια. || ψευτοευλάβεια, ψεύ-τοευσέβεια, υποκρισία. -
15 почтительность
-и θ.σεβασμιότητα, σέβασμόςσεπτότητα, ευλάβεια. -
16 праведность
-и θ.ευλάβεια, χρηστότητα, θεοσέβεια.
См. также в других словарях:
εὐλαβείᾳ — εὐλαβείᾱͅ , εὐλάβεια discretion fem dat sg (attic doric aeolic) εὐλαβείᾱͅ , εὐλάβεια discretion fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλάβεια — discretion fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
ευλάβεια — η 1. προσοχή σε ξένα πράγματα. 2. σεβασμός προς τους ανθρώπους και τα θεία, αλλ. ευσέβεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλαβείας — εὐλαβείᾱς , εὐλάβεια discretion fem acc pl εὐλαβείᾱς , εὐλάβεια discretion fem gen sg (attic doric aeolic) εὐλαβείᾱς , εὐλάβεια discretion fem acc pl (ionic) εὐλαβείᾱς , εὐλάβεια discretion fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλαβείαι — εὐλαβείᾱͅ , εὐλάβεια discretion fem dat sg (attic doric aeolic) εὐλαβείᾱͅ , εὐλάβεια discretion fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλαβείαις — εὐλάβεια discretion fem dat pl εὐλάβεια discretion fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλαβείης — εὐλάβεια discretion fem gen sg (epic ionic) εὐλάβεια discretion fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλάβειαι — εὐλάβεια discretion fem nom/voc pl εὐλάβεια discretion fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑλάβεια — εὐλάβεια , εὐλάβεια discretion fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλαβείη — εὐλάβεια discretion fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)