-
1 ευκινησία
[эфкинисиа] ουσ. в. подвижность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευκινησία
-
2 подвижность
1. (способность двигаться) η κινητικότητα, η ευκινησία, το ευκίνητο - ионов - των ιόντων 2. (жидкости и т.п.) η ρευστότητα 3 (быстрота движений) η ευκινησία, η ευστροφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвижность
-
3 манёвренность
(ав., авто, мор.) η ευελιξίαη ευκινησίαη δυνατότητα ελιγμού/ελιγμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манёвренность
-
4 мобильность
η ευκινησία, η κινητικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мобильность
-
5 беглость
бе́гл||остьж ἡ εὐκινησία, ἡ εὐστροφία (пальцев)/ ἡ εὐχέρεια, ἡ εὐκολία (легкость). -
6 легкость
легкостьж1. (по весу) ἡ ἐλαφρότη-τα [-ης], ἡ ἐλαφράδα·2. (нетрудность) ἡ εὐκολία·3. (проворство) ἡ εὐστροφία, ἡ εὐκινησία, ἡ εὐχέρεια, ἡ σβελτάδα. -
7 маневренность
маневренностьж ἡ Ικανότητα προς ἐλιγμόν, ἡ εὐκινησία. -
8 поворотливость
поворо́тлив||остьж ἡ σβελτοσύνη, ἡ εὐστροφία, ἡ εὐκινησία, ἡ γρηγοράδα. -
9 подвижность
подви́жн||остьж1. τό εὐκίνητο[ν], ἡ κινητότητα [-ης]·2. (человека) ἡ ζωηρότητα, ἡ εὐκινησία. -
10 лёгкость
-и θ.1. ελαφρότητα.2. ευκολία.3. ευκινησία.4. επιπολαιότητα. -
11 лихость
-и θ.1. τολμηρότητα, ορμή, ορμητικότητα• παλικαριά.2. γρηγοράδα, ταχύτητα. || ευκινησία, σβελτάδα. -
12 манёвренность
-и θ.ικανότητα ελιγμού, ευκινησία. -
13 мобильность
-и θ.ευκινησία. -
14 поворотливость
-и θ.σβελτάδα, γρηγοράδα• ευκινησία. -
15 подвижность
-и θ.ευκινησία, ευστροφία. || μεταβολή, αλλαγή. -
16 проворство
-а ουδ.σβελτάδα, ευκινησία, γρηγοράδα• επιδεξιότητα. -
17 прыткость
-и θ.ταχύτητα, γρηγοράδα, ευκινησία, σβελτάδα. -
18 резвость
-и θ.1. ζωηρότητα, σβελτάδα, ευκινησία.2. γρηγοράδα, ταχύτητα. -
19 розвязь
-и θ.1. αθρσ. διαλκ. κάθε τι-άδετο, λυτό•возить хлеб с поля -ью μεταφέρω το σιτάρι από το χωράφι λυτό (όχι σε δεμάτια).
2. (κυνηγ.) ευκινησία, σβελτάδα, ελευθερία κινήσεων. -
20 юркость
-и θ.σβελτάδα, ευκινησία, γρηγοράδα-επιδεξιότητα.
См. также в других словарях:
εὐκινησία — εὐκινησίᾱ , εὐκινησία ease of motion fem nom/voc/acc dual εὐκινησίᾱ , εὐκινησία ease of motion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινησίᾳ — εὐκινησίᾱͅ , εὐκινησία ease of motion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκινησία — Η ιδιότητα του ευκίνητου, η σβελτάδα. (Φυσ.) Η ταχύτητα, την οποία αποκτά ένα φορτισμένο σωμάτίδιο (ιόν) όταν κινηθεί σε ένα μέσον, υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου του οποίου η ένταση είναι ίση προς τη μονάδα. Στον ελεύθερο χώρο η κινητική… … Dictionary of Greek
ευκινησία — η η ιδιότητα, το γνώρισμα του ευκίνητου, η σβελτάδα, η γρηγοράδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκινησίας — εὐκινησίᾱς , εὐκινησία ease of motion fem acc pl εὐκινησίᾱς , εὐκινησία ease of motion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινησίαι — εὐκινησίᾱͅ , εὐκινησία ease of motion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινησίαν — εὐκινησίᾱν , εὐκινησία ease of motion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινησίαις — εὐκινησία ease of motion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν … Dictionary of Greek