Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευκινησία

См. также в других словарях:

  • εὐκινησία — εὐκινησίᾱ , εὐκινησία ease of motion fem nom/voc/acc dual εὐκινησίᾱ , εὐκινησία ease of motion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινησίᾳ — εὐκινησίᾱͅ , εὐκινησία ease of motion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκινησία — Η ιδιότητα του ευκίνητου, η σβελτάδα. (Φυσ.) Η ταχύτητα, την οποία αποκτά ένα φορτισμένο σωμάτίδιο (ιόν) όταν κινηθεί σε ένα μέσον, υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου του οποίου η ένταση είναι ίση προς τη μονάδα. Στον ελεύθερο χώρο η κινητική… …   Dictionary of Greek

  • ευκινησία — η η ιδιότητα, το γνώρισμα του ευκίνητου, η σβελτάδα, η γρηγοράδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκινησίας — εὐκινησίᾱς , εὐκινησία ease of motion fem acc pl εὐκινησίᾱς , εὐκινησία ease of motion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινησίαι — εὐκινησίᾱͅ , εὐκινησία ease of motion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινησίαν — εὐκινησίᾱν , εὐκινησία ease of motion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινησίαις — εὐκινησία ease of motion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»