Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευκατάστατος

См. также в других словарях:

  • εὐκατάστατος — well fixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατάστατος — η, ο (ΑΜ εὐκατάστατος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός 2. (για κρήνη) αυτή που… …   Dictionary of Greek

  • ευκατάστατος — η, ο αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, εύπορος, πλούσιος: Οικογένεια ευκατάστατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκαταστάτως — εὐκατάστατος well fixed adverbial εὐκατάστατος well fixed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάστατον — εὐκατάστατος well fixed masc/fem acc sg εὐκατάστατος well fixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάστατα — εὐκατάστατος well fixed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάστατοι — εὐκατάστατος well fixed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …   Dictionary of Greek

  • благочиньныи — (5) пр. Следующий правилам, добропорядочный, праведный: не ѥретици же оубо си прѣбываниѥ оубо и жiтиѥ бл҃гочиньно имоуще (εὖ τεταγμένον) КР 1284, 366г; бѣ же зѣло смѣренъ и бл҃гочиненъ. (εὐκατάστατος) ПНЧ XIV, 142б; попове же сѣдиною почтени… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευδαίμων — ον (ΑΜ εὐδαίμων, ον) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, ο ευτυχής 2. ο αληθινά ευτυχισμένος («εὐδαίμων βίος», Πλάτ.) 3. ευκατάστατος, πλούσιος 4. φρ. «εὐδαίμων Ἀραβία» η εύφορη περιοχή τής Αραβίας αρχ. το ουδ. ως ουσ.) τὸ εὔδαιμον η ευδαιμονία («τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»