-
1 ευκατάστατος
[эфкатастатос]εκ. обеспеченный, зажиточный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευκατάστατος
-
2 зажиточный
-
3 обеспеченный
обеспеченный 1) (чём-л.) εξασφαλισμένος 2) (состоятельный) εύπορος, ευκατάστατος* * *1) (чем-л.) εξασφαλισμένος2) ( состоятельный) εύπορος, ευκατάστατος -
4 состоятельный
1. мат. βάσιμος 2. (пла-тежеспособный) φερέγγυος, αξιόχρεος 3. (обоснованный) βάσιμ/ος 4. (обеспеченный) ευκατάστατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состоятельный
-
5 безбедный
безбедн||ыйприл εὐπορος, εὐκατάστατος:\безбедныйое существование ὁ ἀνετος βίος, ἡ εὐπορη ζωή. -
6 имущий
иму́щ||ийприл εὐκατάστατος / εὐπορο; (зажиточный):\имущийие классы οίεδπο-«(άξεις· ◊ власть \имущийие ирон. οἱ ἰσ-Ш. ὁ ἰ ἔχοντες τήν ἐξουσίαν, οἱ ἰθύνον. -
7 обеспеченный
обеспечен||ныйприл εὐπορος, εὐκατάστατος. -
8 состоятельный
состоятельный Iприл1. (платежеспособный) ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως·2. (с достатком) ἐΰπορος, εὐκατάστατος/ πλούσιος (богатый).состоятельный IIприл (обоснованный) βάσιμος -
9 безбедный
[μπιζμπιέντνυϊ] εκ. ευκατάστατος -
10 имущий
[ιμούστσιϊ] επ. ευκατάστατος -
11 имущий
[ιμούστσιϊ] επ. ευκατάστατος -
12 обеспеченный
[αμπισπιέτσιεννυϊ] εκ. εύπορος, ευκατάστατος -
13 состоятельный
[σασταγιάτιλ'νυΐ] επ. εύπορος, ευκατάστατος -
14 безбедный
[μπιζμπιέντνυϊ] επ ευκατάστατος -
15 имущий
[ιμούστσιϊ] επ ευκατάστατος -
16 имущий
[ιμούστσιϊ] επ ευκατάστατος -
17 обеспеченный
[αμπισπιέτσιεννυϊ] επ εύπορος, ευκατάστατος -
18 состоятельный
[σασταγιάτιλ'νυϊ] επ εύπορος, ευκατάστατος -
19 безбедный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноεύπορος, ευκατάστατος. -
20 достаточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. αρκετός, επαρκής, ικανός•-ые основания для отказа αρκετοί λόγοι για άρνηση.
2. παλ. εύπορος, ευκατάστατος•-ая семья εύπορη οικογένεια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐκατάστατος — well fixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάστατος — η, ο (ΑΜ εὐκατάστατος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός 2. (για κρήνη) αυτή που… … Dictionary of Greek
ευκατάστατος — η, ο αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, εύπορος, πλούσιος: Οικογένεια ευκατάστατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκαταστάτως — εὐκατάστατος well fixed adverbial εὐκατάστατος well fixed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάστατον — εὐκατάστατος well fixed masc/fem acc sg εὐκατάστατος well fixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάστατα — εὐκατάστατος well fixed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάστατοι — εὐκατάστατος well fixed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… … Dictionary of Greek
благочиньныи — (5) пр. Следующий правилам, добропорядочный, праведный: не ѥретици же оубо си прѣбываниѥ оубо и жiтиѥ бл҃гочиньно имоуще (εὖ τεταγμένον) КР 1284, 366г; бѣ же зѣло смѣренъ и бл҃гочиненъ. (εὐκατάστατος) ПНЧ XIV, 142б; попове же сѣдиною почтени… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευδαίμων — ον (ΑΜ εὐδαίμων, ον) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, ο ευτυχής 2. ο αληθινά ευτυχισμένος («εὐδαίμων βίος», Πλάτ.) 3. ευκατάστατος, πλούσιος 4. φρ. «εὐδαίμων Ἀραβία» η εύφορη περιοχή τής Αραβίας αρχ. το ουδ. ως ουσ.) τὸ εὔδαιμον η ευδαιμονία («τὸ… … Dictionary of Greek