Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ετι

  • 1 глубинный

    έτι. βαθύς, του βυθού•

    -ая бомба βόμβα βυθού.

    Большой русско-греческий словарь > глубинный

  • 2 всё

    все I
    ср. от весь.
    все II
    нареч I. (всегда, все время) πάντοτε, πάντα, ὅλη τήν ὠρα, ὅλο[ν] τόν καιρό[ν]:
    он \всё в разъездах ὅλο τόν καιρό ταξιδεύει·
    2. (до сих пор) ἀκόμα, ἔτι, ὡς τώρα, ἐως τώρα:
    \всё еще ἀκόμα·
    3. (при сравнит, ст.)· ὅλο καί περισσότερο[ν], ὅλο καί πιό πολύ:
    \всё дальше ὅλο καί πιό μακρυά· \всё лучше ὅλο καί καλλίτερα· ◊ (а) все, все же μ' ὅλα ταῦτα, παρ' ὅλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > всё

  • 3 вернее

    συγκρ. β. του επ. верный και του επίρ. верно
    μάλλον, περισσότερο, πιο, έτι δε•

    вернее всего το πιθανότερο.

    || για την ακρίβεια, πιο σωστά•

    вернее сказать για να είμαι πιο ακριβής.

    Большой русско-греческий словарь > вернее

См. также в других словарях:

  • έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… …   Dictionary of Greek

  • ἔτι — yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήτ’ ἄρμε μάλ’ αἴνεε, μήτ’ ἔτι νείκει. — μήτ’ ἄρμε μάλ’ αἴνεε, μήτ’ ἔτι νείκει. См. Не подымай меня высоко, да и не опускай низко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐξ ἔτι σπαργάνων. — См. Инкунабула …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔτι γὰρ δύναται τετυγμένον εἶναι ἄτυχτον. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σουν(ν)έτι — το, Ν η περιτομή τών ισραηλιτών και τών μωαμεθανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sunnet] …   Dictionary of Greek

  • 'τι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιμωρήθην — ἐτῑμωρήθην , τιμωρέω to be an avenger aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐτῑμωρήθην , τιμωρέω to be an avenger aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιμᾶθ' — ἐτῑμᾶτο , τιμάω honour imperf ind mp 3rd sg ἐτῑμᾶτε , τιμάω honour imperf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»