-
1 εταιρικός
[этэрикос] εκ. принадлежащий к объединениюΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εταιρικός
См. также в других словарях:
ἑταιρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό … Dictionary of Greek
εταιρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εταιρεία: Εταιρικό κεφάλαιο. 2. το ουδ. ως ουσ., εταιρικό συμβόλαιο σύστασης της εταιρείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταιρικά — ἑταιρικός of neut nom/voc/acc pl ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc/acc dual ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικῶν — ἑταιρικός of fem gen pl ἑταιρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικόν — ἑταιρικός of masc acc sg ἑταιρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικαῖς — ἑταιρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικαί — ἑταιρικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικοῖς — ἑταιρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικοί — ἑταιρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρικοῦ — ἑταιρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)