-
1 εταίρος
[этэрос] ουσ. а. член объединения.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εταίρος
-
2 партнёр
1. (участник игры) о συμπαίκτης, ο/η παρτενέρ (ξεν.) 2. (компаньон) о εταίροςο συνεταίρος, ο συνεργάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > партнёр
-
3 товарищ
-а α.1. σύντροφος•фронтовой товарищ συμπολεμιστής•
товарищ по оружию συστρατιώτης ή συμμαχητής•
школьные -и οι μαθητές του ίδιου σχολείου•
попутный товарищ συνοδοιπόρος•
детства παιδικός φίλος•
взять кого себе в товарищ προσεταιρίζομαι κάποιον.
2. μέλος της αυτής οργάνωσης ή κόμματος• εταίρος•всетоварищи здесь? товарищ одного -а нет όλοι οι σύντροφοι είναι παρόντες; товарищ ένας σύντροφος λείπει.
3. προσηγορία μεταξύ σοβιετικών πολιτών μετε-παναστατικά, αντί του κύριος•, скажите, пожалуйста, как попасть на Площадь «Свободы»? σύντροφε, πέστε μου, σας παρακαλώ, πως να πάω για την πλατεία «Ελευθερίας»; || συνάδελφος•товарищ по работе, по службе συνάδελφος (από τη δουλειά ή υπηρεσία).
4. παλ. αντικαταστάτης•товарищ прокурора ο αντεισαγγελέας•
товарищ министра ο υφυπουργός•
товарищ председателя ο αντιπρόεδρος.
εκφρ.товарищ по несчастью – ο ομοιοπαθής.
См. также в других словарях:
ἑταῖρος — comrade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
εταίρος — ο 1. σύντροφος, οικείος, φίλος. 2. αυτός που είναι μέτοχος, μέλος εταιρείας, συνεταίρος: Δε συμφωνούν όλοι οι εταίροι για την επέκταση της επιχείρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταιροτάτων — ἑταῖρος comrade fem gen pl ἑταῖρος comrade masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual ἑταῖρος comrade masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτάρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual (epic ionic) ἑταῖρος comrade masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιροτάτοις — ἑταῖρος comrade masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιροτάτους — ἑταῖρος comrade masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρότατος — ἑταῖρος comrade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταῖρε — ἑταῖρος comrade masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταῖροι — ἑταῖρος comrade masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)