-
1 εσώρουχα
[эсоруха] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εσώρουχα
-
2 белье
-я ουδ.αθρσ. τα ασπρόρουχα•носильное белье τα εσώρουχα•
столовое белье τα τραπεζομάντηλα και οι πετσέτες του εστιατορίου•, постельное белье τα σεντόνια•
паи οι μαξιλαροθήκες.
-
3 влезть
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь ρ.σ.1. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανέρπω•влезть на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη.
2. εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα από στενό μέρος•влезть в нору μπαίνω στην κρύπτη•
влезть воры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.
|| λαθροχειρώ•влезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
3. παρεισδύω, παρεισέρχομαι., τρυπώνω, παρεισφρέω•влезть в кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόπο στην παρέα.
4. χωρώ•все белье в чемодан не -ет όλα τα εσώρουχα στή βαλίτσα δε χωρούν.
5. μπαίνω, χωρώ•сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκαν, δε μου χώρεσαν (στο πόδι).
εκφρ.не -ешь у кого-н. – δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου•сколько -ет – όσο χωράει• όσο θέλεις. -
4 менять
ρ.δ.μ.1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.
2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•-бель αλλάζω τα εσώρουχα;
4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•менять голос αλλάζω τη φωνή•
менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•
менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•
менять религию αλλαξοπιστώ•
-мнение αλλάζω γνώμη.
αλλάζω• μεταβάλλομαι•давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•
часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•
моды -ются οι μόδες αλλάζουν•
характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;
εκφρ.менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς. -
5 меченый
επ.σημαδεμένος, σημειωμένος, μαρκαρισμένος•-ая ложка σημαδεμένο κουτάλι•
-ое бельё σπμαδεμένα εσώρουχα•
- ые атомы (χημ.) σημειωμένα άτομα.
-
6 несвежий
επ., βρ: -свеж, -а-ό.1. μη φρέσκος• μπαγιάτικος, παλαιός, πολυκαιρίτικος• χαλασμένος•-ая булка μπαγιάτικο φρατζολά-κι•
-ие продукты πολυκαιρισμένα προϊόντα.
|| χωρίς φρεσκάδα, τετριμμένος•несвежий вид όψη χωρίς φρεσκάδα•
-ее лицо στεγνωμένο πρόσωπο.
2. παλαιός•-ие газеты παλαιές εφημερίδες.
3. ακάθαρτος, λερωμένος, πολυφορεμένος•-ее бель ακάθαρτα εσώρουχα.
-
7 нечистоплотный
επ. βρ: -тен, -тна, -тно.1. ακάθαρτος, βρωμερός, μιαρός, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος•-ое бель ακάθαρτα εσώρουχα•
нечистоплотный воздух ακάθαρτος αέρας•
нечистоплотный двор βρώμικη αυλή.
2. μτφ. αισχρός άτιμος, επαίσχυντος•нечистоплотный поступок αισχρή πράξη.
-
8 нижний
-яя, -ееεπ.1. ο κάτω, ο κατώτερος•-яя члюсть η κάτω σιαγόνα•
-ие оконечности τα κάτω άκρα•
нижний этаж το εισώγειο.
|| ο υποκάτω, ο κάτω από μας•-ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.
2. (για ποτάμια) ο κάτω•-ее течение ο κάτω ρους•
-яя волга ο κάτω Βόλγας.
3. εσωτερικός•-ее бель τα εσώρουχα.
4. (για ήχο) χαμηλότερος.εκφρ.нижний чин – παλ. στρατιώτης, φαντάρος. -
9 одежда
-ы θ.1. ενδυμασία• στολή• περιβολή• φορεσιά. || εσώρουχα.2. (τεχ.)επένδυση, κάλυψη•кименная одежда дороги λίθινη επίστρωση δρόμου.
-
10 перемена
-ы θ.1. αλλαγή•перемена квартиры αλλαγή διαμερίσματος•
перемена профессии αλλαγή επαγγέλματος•
перемена обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος.
2. μεταβολή, μετατροπή•резкая перемена погоды απότομη αλλαγή του καιρού•
перемена жизни αλλαγή της ζωής.
3. αλλαξιά•захвати с собой в дорогу две -ы белья πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές. εσώρουχα.
4. παλ. • φαγητό5. διάλειμμα σχολικό. -
11 переменить
-меню, -мнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. αλλάζω,• переменить книгу в библиотеке αλλάζω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη•переменить работу αλλάζω τη δουλειά•
переменить бель αλλάζω τα εσώρουχα•
переменить разговор αλλάζω την κουβέντα.
2. κάνω τι διαφορετικό•переменить голос αλλάζω τη φωνή•
переменить мнение αλλάζω γνώμη.
1. αλλάζω, γίνομαι διαφορετικός•тема разговора -лась το θέμα της συνομιλίας άλλαξε•
жизнь -лась η ζωή άλλαξε•
погода скоро -ится ο καιρός γρήγορα θ αλλάξει•
женится-переменится όποιος παντρεύεται - συμμαζεύεται (αλλάζει).
2. αλλάζω•переменить ролями αλλάζομε τους ρόλους.
-
12 переметить
-мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемеченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ.1. ξανασημαδεύω, ξαναβάζω σημάδια..2. σημαδεύω, βάζω σημάδια (σε όλα, πολλά)•всё бель βάζω σημάδια σ όλα τα εσώρουχα.
-
13 переодеть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переодетый, βρ: -дет, -а, -оρ.σ.μ. αλλάζω τα ενδύματα• φορώ, ντύνω άλλα ρούχα•переодеть больного в чистое бель φορώ στον άρρωστο καθαρά εσώρουχα•
переодеть ребнка αλλάζω το βρέφος•
переодеть платье αλλάζω το φόρεμα.
|| μεταμφιέζω, κάνω αγνώριστον.ντύνομαι με άλλα ρούχα, αλλάζω•переодеть в чистое платье φορώ καθα-ρώ φόρεμα.
|| μεταμφιέζομαι•переодеть женщиной μεταμφιέζομαι σε γυναίκα.
-
14 пятница
-ы θ.Παρασκευή (μέρα της εβδομάδας)•семь -иц на неделе у кого αλλάζει γνώμη όπως τα εσώρουχα.
-
15 раскрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. ανοίγω•раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•
раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•
раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•
раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•
раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•
раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•
раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•
раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•
раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.
|| μτφ. εκμυστηρεύομαι•он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.
εκφρ.раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.1. ανοίγω, -ομαι•окно -лось το παραθύρι άνοιξε•
дверь -лась η πόρτα άνοιξε•
все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.
|| ανθίζω•розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.
2. φαίνομαι•перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.
3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.
4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•-лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.
5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά. -
16 сменить
сменю, сменишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смененный, βρ: -нен, -нена, -нено ρ.σ.μ.1. αλλάζω•сменить бельё αλλάζω τα εσώρουχα•
фамилию αλλάζω το επώνυμο.
|| αντικατασταί-νω•сменить часового αντικατασταίνω το σκοπό.
2. διαδέχομαι.1. αλλάζω, αντ ικατασταίνομαι.2. διαδέχομαι•испуг в ней -лся нвгодованием το φόβο της τον διαδέχτηκε η οργή•
зной -лся прохладом τον καύσονα τον διαδέχτηκε η δροσιά.
-
17 тряпьё
-я ουδ.1. αθρσ. κουρέλια, ράκη• πατσαβούρες.2. ένδυμα φθαρμένο τελείως, κουρέλι.(περιφρ.) τα ρούχα, τα εσώρουχα. -
18 утискать
ρ.σ.μ.(απλ.) βάζω, χώνω•утискать бель в чемодан χώνω τα εσώρουχα στη βαλίτσα.
χώνομαι, μπαίνω.
См. также в других словарях:
ντεσού — τα γυναικεία εσώρουχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dessous «γυναικεία εσώρουχα» < de «από» + sous «κάτω»] … Dictionary of Greek
αλλαξίματα — τα (Α ἀλλάξιμα, τὰ) ενδύματα, ιδίως εσώρουχα, που φορεί κανείς σε αντικατάσταση άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλλαξις ή απευθείας από το ρ. ἀλλάσσω. Η αρχ. λ. ἀλλάξιμα, τά χρησιμοποιείται ως ουσιαστ. κατά παράλειψη τής προσδιοριζόμενης λ. ἱμάτια] … Dictionary of Greek
αλλαξιά — η 1. ανταλλαγή, αλλαγή 2. ενδυμασία, φορεσιά 3. (ειδικότερα) εσωτερικός ιματισμός, τα εσώρουχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλλαξ (άλλαξα, αλλάξω) τού ρήμ. αλλάζω + παραγ. κατάλ. ιά. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξιάρης] … Dictionary of Greek
ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
αναλλάζω — 1. αντικαθιστώ τα βρόμικα εσώρουχα με καθαρά ή τα καθημερινά ρούχα με γιορτινά 2. μεταβάλλομαι, αλλάζω … Dictionary of Greek
αναλλαξιά — και αναλλαγιά, η το να μην αντικαθιστά κανείς τα βρόμικα εσώρουχα του με καθαρά … Dictionary of Greek
εσώρουχο — και μεσόρουχο και εσωφόρι, το το εσωτερικό ρούχο, το ασπρόρρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + ρούχο. Η λ. στον πληθ. εσώρουχα μαρτυρείται από το 1888 στο Ημερολόγιον Κυριών] … Dictionary of Greek
κάμποτ — το (ακλ.) είδος αλεύκαστου βαμβακερού υφάσματος απλής υφάνσεως, το οποίο χρησιμοποιείται για εσώρουχα ή σεντόνια, αλλ. καλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cabot] … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
λινοστολή — η λινά ενδύματα ή εσώρουχα … Dictionary of Greek
μεσόζηλα — μεσόζηλα, τὰ (Μ) φρ. «μεσόζηλα ἐσωφόρια» εσώρουχα τα οποία προορίζονταν για εκείνους που είχαν μέσο ανάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. λεπτό ζηλος, μεγαλό ζηλος)] … Dictionary of Greek