-
1 εσωτερικός
[эсотэрикос] εκ. внутренний,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εσωτερικός
-
2 внутренний
εσωτερικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внутренний
-
3 кронциркуль
1. (чертёжный) о διαβήτης με κυρτά σκέλη, ο καμπύλος διαβήτης με ελατήριο 2. (измерительный) о μετρητής της διαμέτρου/διάστασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кронциркуль
-
4 внутренний
внутренний и εσωτερικός' \внутреннийяя политика η εσωτερική πολιτική* * *вну́тренняя поли́тика — η εσωτερική πολιτική
-
5 внутренний
вну́тренн||ийприл в разн. знач. ἐσωτερικός:\внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση. -
6 внутренний
-яя, -ее επ.εσωτερικός•-яя лестница εσωτερική σκάλα•
-яя политика εσωτερική πολιτική•
министр -их дел υπουργός των εσωτερικών υποθέσεων•
-ие органы человека τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου•
мир человека ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου.
εκφρ.- ие болезни – εσωτερικές παθήσεις•- яя секреция – εσωτερική έκκριση. -
7 аэропорт
ο αερολιμήν, ο αερολιμένας, το αεροδρόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэропорт
-
8 боровок печи
ο εσωτερικός προφυλακτήρας θύρας του κλιβάνουο βωμός του κλιβάνου, το μουρέτο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боровок печи
-
9 газопровод
тех. о αγωγός αερίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газопровод
-
10 дно
ο πυθμένας, ο πάτος (океана, моря), το βάθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дно
-
11 кривошип
тех. о στρόφαλος, η μανι-βέλλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривошип
-
12 ориентирование
ο προσανατολισμόςвнешнее - (афс.) εξωτερικός -, απόλυτος -внутреннее - (афс.) εσωτερικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентирование
-
13 освещение
1. (устройство освещения) о φωτισμός, το σύστημα φωτισμού- κινδύνου3. (воздействие света) η έκθεση σε φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение
-
14 радиомаркёр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиомаркёр
-
15 утробный
1. (происходящий, протекающий в утробе) εγκοίλιοςεμβρυϊκόςεμβρυακός2. (идущий изнутри, из глубины) εσωτερικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утробный
-
16 шатун
тех. ο διωστήραςразг. η μπιέλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шатун
-
17 междоусобный
междоусобныйприл ἐμφύλιος, ἐσωτερικός· \междоусобныйная война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. -
18 мир
мир Iχ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·2. (среда) ὁ κόσμος:животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.мир IIм (спокойствие) ἡ είρήνη:жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό. -
19 ординатор
ординаторм мед. ὁ ἐσωτερικός £ατ-ρός (νοσοκομείου). -
20 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εσωτερικός — ή, ό (ΑΜ ἐσωτερικός, ή, όν) [εσώτερος] αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό… … Dictionary of Greek
εσωτερικός — ή, ό 1. αυτός που είναι μέσα, όχι έξω, αυτός που προορίζεται για εσωτερική χρήση: Εσωτερικός κανονισμός σχολείου. 2. το ουδ. ως ουσ., εσωτερικό η περιοχή χώρας που ορίζεται από τα σύνορα, αλλ. ημεδαπή (αντίθ. εξωτερικό): Καπνά για το εσωτερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐσωτερικά — ἐσωτερικός inner neut nom/voc/acc pl ἐσωτερικά̱ , ἐσωτερικός inner fem nom/voc/acc dual ἐσωτερικά̱ , ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικῶν — ἐσωτερικός inner fem gen pl ἐσωτερικός inner masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικόν — ἐσωτερικός inner masc acc sg ἐσωτερικός inner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαλυπτόλη — Εσωτερικός αιθέρας της τερπίνης. Ονομάζεται και κινεόλη. Λαμβάνεται κυρίως από το ευκαλυπτέλαιο. Είναι υγρό με οσμή ευκαλύπτου. Έχει σημείο βρασμού 176°C, ειδικό βάρος 0,930 και είναι οπτικά ανενεργή στο πολωμένο φως. Μπορεί επίσης να σχηματιστεί … Dictionary of Greek
αιθυλενοξείδιο — Εσωτερικός αιθέρας της αιθυλενογλυκόλης, που παρασκευάζεται με την προσθήκη σταγόνων οξικού β χλωριαιθυλίου Cl CH3 CH2 Ο CO CH3 σε μείγμα καυστικού καλίου με μορφή σκόνης και άμμου. Λέγεται και οξιδοαιθάνιο. Πρόκειται για αέριο που μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἐσωτερικοί — ἐσωτερικός inner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικούς — ἐσωτερικός inner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικῆς — ἐσωτερικός inner fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερική — ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)