Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εσω

  • 1 завал

    1. горн. το φράγμα, ο σωρός (από πέτρες, χιόνι, ξύλα κ.λπ.), το σώριασμα 2. (бортов судна) το κεκλιμένο προς τα έσω (κλίση πλευρών/γραμμών σκάφους) 3. (вер-шины импульса) η πτώση (της οροφής του παλμού).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завал

  • 2 перегиб

    η καμπυλότητα, το τσάκισμα -каната η επικαμπή/στρέβλωση του σχοινιού
    - корпуса корабля η κάμψη του πλοίου προςτα έσω, разг. το χόγκιγκ (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегиб

  • 3 ухо

    I.
    (орган слуха и равновесия у человека и позвоночных животных) о ους, разг. το αυτί
    II.
    тех. (приспособление) о πρόβολος
    буксировочное - της ρυμούλκησης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ухо

  • 4 готовый

    готов||ый
    прил
    1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:
    обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·
    2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):
    \готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!

    Русско-новогреческий словарь > готовый

  • 5 кальсоны

    кальсоны
    тк. мн. τό σώβρακο, τό ἐσώ-βρακο.

    Русско-новогреческий словарь > кальсоны

  • 6 прилагать

    прилаг||ать
    несов
    1. (присоединять) επισυνάπτω·
    2. (применять) ἐφαρμόζω, χρησιμοποιώ:
    \прилагать все си́лы καταβάλλω ὅλες τίς δυνάμεις· \прилагать усилия καταβάλλω προσπάθειες·
    3. (письмо, документ) ἐσω· κλείω:
    при сем \прилагатьа́ю... офиц. συνημμέ· νως ἀποστέλλω.

    Русско-новогреческий словарь > прилагать

  • 7 внутрь

    επίρ.
    προς τα μέσα, προς το εσωτερικό, προς τα έσω• εσωτερικά•

    они вошли αυτοί μπήκαν μέσα•

    принимать лекарство! παίρνω φάρμακο εσωτερικά.

    Большой русско-греческий словарь > внутрь

  • 8 выемка

    θ.
    1. εξαγωγή, εξόρυξη, εκσκαφή, ξέχωμα•

    выемка грунта εξαγωγή χωμάτων.

    || ανάλήψη, σήκωμα•

    выемка денег из банка ανάληψη χρημάτων από την τράπεζα.

    2. αφαίρεση, κατάσχεση εγγράφων.
    3. βαθούλωμα, κοιλότητα, εισδοχή, εσοχή.
    (αρχτ.) ράβδωση, αυλάκωση. || οδόντωμα, εκγλυφή ξυλουργήματος. || εκχωμάτωση.
    4. κοπή προς τα έσω (για ένδυμα, υπόδημα).

    Большой русско-греческий словарь > выемка

См. также в других словарях:

  • ἔσω — to within indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… …   Dictionary of Greek

  • Ἔσω κλέπτην καὶ ἔσω πόρνον ὁπόσα βούλει ἐνέδρευε. — ἔσω κλέπτην καὶ ἔσω πόρνον ὁπόσα βούλει ἐνέδρευε. См. Домашнего вора не убережешься …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐσῶ — εἰσίημι sendinto aor subj act 1st sg εἰσίημι sendinto aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕσω — ἕννυμι ves aor ind mid 2nd sg (epic) ἕννυμι ves fut ind act 1st sg ἕζομαι seat oneself aor subj act 1st sg (epic) ἕζομαι seat oneself aor ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτέρω — ἔσω to within comp ἐσώτερος innermost masc/neut nom/voc/acc dual ἐσώτερος innermost masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • καρωτίδες — Αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στον λαιμό και στο κεφάλι. Βρίσκονται ανά τρεις στις δύο πλευρές του σώματος (δεξιά αριστερά): η κοινή, η έσω και η έξω κ. Η δεξιά κοινή κ. ξεκινά από την ανώνυμη αρτηρία και η αριστερή από το… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»