-
1 ερωμένος
[эромэнос] ουσ. а. любовник, возлюбленный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερωμένος
-
2 возлюбленнаяый
возлюбленная||ыйм ὁ ἀγαπημένος, ὁ ἀγαπητικός, ὁ ἐρωμένος. -
3 служитель
служительм (науки и т. ἡ.) ὁ ὑπη-ρέτης, ὁ θεράπων ◊ \служитель ку́льта ὁ (ερωμένος, -ό ίερέας [-εύς], ὁ παπᾶς. -
4 вздыхатель
-я α.εραστής, ερωμένος. -
5 влюблённый
επ., βρ: -лен, -лена, -лен1. ερωτευμένος.2. ερωτικός•влюблённый взгляд, взор ερωτική ματιά, ερωτικό βλέμμα.
3. ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος.4. γοητευμένος•он -лен в эту картину αυτός ερωτεύτηκε αυτήν την εικόνα.
-
6 зазноба
-ы θ. (διαλκ. κ. δημοτ. ποίηση)1. πάθος ερωτικό.2. ερωμένος, εραστής. -
7 любезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•-ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•
любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•
любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.
2. αγαπητός• αγαπημένος•любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•
любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•
слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•
-ые слова φιλοφρονητικά λόγια.
3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.εκφρ.будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση. -
8 любимый
επ. από μτχ.1. αγαπητός, αγαπητε-ρός•любимый человек αγαπητός άνθρωπος.
2. ουσ. --ая αγαπητός• αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η4. προτιμότερος, προτιμητέος•-ое блюдо το αγαπητό φαγητό•
-ые мои песни τα αγαπημένα μου τραγούδια.
-
9 любовник
-а α.-ница, -к θ. αγαπητικός, -ιά, ερωμένος, -η, εραστής. || πλθ. -и οι ερωτευμένοι.εκφρ.первый любовник – παλ. ο ρόλος νεαρού ερωτευμένου θεατρικού έργου καθώς και ο ηθοποιός αυτού του ρόλου. -
10 милый
επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•-ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•
-ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•
она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.
|| ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).
3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.εκφρ.мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•- ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα! -
11 он
он 1его, ему, его, им, о нём (στις πλάγιες πτώσεις παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), προσ. αντων. 3ου προσώπου καθώς και κτητ. αντωνυμία αυτός•он читает αυτός διαβάζει•
его дом το σπίτι του•
за ним μετά (πίσω) απ αυτόν•
он сам αυτός ο ίδιος.
|| (σε συνδυασμό με το μόριο вот αποκτά σημ. δεικτικής αντωνυμίας)• αυτός•вот он να αυτός, νάτος•
вот он я εγώ είμαι αυτός, νά με.
|| ως ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος ο ήρωας μυθιστορήματος•я ей не он εγώ δεν είμαι ο αυτός της.
εκφρ.пусть (пускай) его – (για αδιαφορία) άφησε τον, άς τον(ε)..он 2άκλ. ουδ. παλ. ονομασία του γράμματος «О». -
12 предмет
-а α.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντικείμενο•это стекло увеличивает -ы αυτός ο φακός μεγενθύνει τα αντικείμενα•
быть -ом насмешек είμαι αντικείμενο γέλωτα•
предмет научного исследования αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.
2. είδος πράγμα•-ы домашнего обихода είδη οικιακής χρήσης•
-ы роскоши είδη πολυτέλειας•
-ы широкого потребления είδη πλατιάς κατανάλωσης•
-ы первой необходимости είδη πρώτης ανάγκης.
3. θέμα•предмет лекции θέμα διάλεξης.
4. παλ. άνθρωπος αγαπητός. || ερωμένος, -η.5. μάθημα•физики μάθημα φυσικής.
εκφρ.на этот,той – κ.τ.τ. предмет σ αυτή την περίπτωση•на какой -? – γιατί; προς τι; για ποιο λόγο;•быть в -е; иметь в -е – (απλ.) έχω στο νου, βάζω με το νου μου• σκέπτομαι. -
13 симпатия
-и θ.1. συμπάθεια•чувствовать -ю αισθάνομαι συμπάθεια, συμπαθώ.
2. παλ. • ερωμένος, -η•он встретил свою -го αυτός συνάντησε την συμπάθεια του.
-
14 твой
твоя, тво.1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•
твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•
тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).
|| σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.
2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.
3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).εκφρ.по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•- я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•что твой – κ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου.
См. также в других словарях:
ερωμένος — η, ο (Μ ἐρωμένος, η, ον(Α) ἐρώμενος, η, ον) βλ. ερώ (I). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερώμενος είναι μτχ. ενεστ. τού αρχ. ερώμαι*, ενώ ο τ. ερωμένος τονίστηκε αναλογικά προς το θηλ. ερωμένη] … Dictionary of Greek
ἐρώμενος — ἐράομαι love pres part mp masc nom sg ἐράω 1 love pres part mp masc nom sg ἐράω 1 love pres part pass masc nom sg ἐράω 2 pour forth pres part mp masc nom sg ἐρώμενος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωμένος — ο θηλ. η αυτός που συνδέεται με ερωτικές σχέσεις, αλλ. εραστής, αγαπητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek
ἐρωμέναι — ἐρωμένᾱͅ , ἐράομαι love pres part mp fem dat sg (doric aeolic) ἐρωμένᾱͅ , ἐράω 1 love pres part mp fem dat sg (doric aeolic) ἐρωμένᾱͅ , ἐράω 1 love pres part pass fem dat sg (doric aeolic) ἐρωμένᾱͅ , ἐράω 2 pour forth pres part mp fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμένας — ἐρωμένᾱς , ἐράομαι love pres part mp fem acc pl ἐρωμένᾱς , ἐράομαι love pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐρωμένᾱς , ἐράω 1 love pres part mp fem acc pl ἐρωμένᾱς , ἐράω 1 love pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐρωμένᾱς , ἐράω 1… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Chiron — This article is about the Greek mythological character. For other uses, see Chiron (disambiguation). Chiron and Achilles in a fresco from Herculaneum (Museo Archeologico Nazionale, Naples). In Greek mythology, Chiron ( … Wikipedia
Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Eromenos — In the pederastic tradition of Classical Athens, the eromenos (Greek ἐρώμενος, pl. ἐρώμενοι, eromenoi ) was an adolescent boy who was in a love relationship with an adult man, known as the erastes (ἐραστής).The term for the role often varied from … Wikipedia
Hercules (1958 film) — Infobox Film | name = Hercules caption = VHS cover director = Pietro Francisci producer = Federico Teti writer = Ennio De Concini Pietro Francisci Gaio Frattini starring = Steve Reeves Sylva Koscina Fabrizio Mioni music = Enzo Masetti… … Wikipedia
Crates of Athens — Crates of Athens, depicted as a medieval scholar in the Nuremberg Chronicle Crates of Athens (Greek: Κράτης; died 268 264 BC[1]) was the son of Antigenes of the Thriasian deme, the pupil and eromenos … Wikipedia