-
1 ερεθιστικός
[эрэтистикос] εκ. возбуждающий, вызывающий гневΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερεθιστικός
-
2 раздражительный
1. (быстро приходящий в состояние раздражения) ευερέθιστος, οξύθυμος 2. (выражающий раздражение) ερεθιστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздражительный
-
3 возбуждающий
возбужд||ающий1. прич. от возбуждать·2. прил διεγερτικός, ἐρεθιστικός, παρορμητικός:\возбуждающийающее средство мед. τό διεγερτικό φάρμακο[ν]. -
4 раздражйтельный
раздраж||йтельныйприл εὐερέθιστος, ἐρεθιστικός/ νευρικός (нервный):\раздражйтельныййтельный человек εὐέξαπτος ἄνθρωπος· говорить \раздражйтельныййтельным то́ном μιλώ νευριασμένα. -
5 раздражительный
[ραζντραζύτιλ' νυϊ/] εκ. ερεθιστικός -
6 раздражительный
[ραζντραζύτιλ' νυϊ] επ ερεθιστικός -
7 возбуждающий
επ. από μτχ.ερεθιστικός• διεγερτικός•-ее лекарство διεγερτικό φάρμακο.
-
8 дразнящий
επ. από μτχ.ερεθιστικός, προκλητικός•дразнящий смех προκλητικό γέλιο•
дразнящий запах ερεθιστική μυρουδιά.
-
9 зажигательный
επ.1. για προσάναμμα.2. εμπρηστικός•-ая бомба εμπρηστική βόμβα•
-ая смесь εμπρηστικό μίγμα•
-ые средства εμπρηστικά μέοα•
-ое стекло αμφίκυρτος φακός.
3. μτφ. διεγερτικός, ερεθιστικός, προκλητικός, παροξυντικός•-ая речь εμπρηστικός λόγος.
-
10 пикантный
επ.πικάντικος, ερεθιστικός. || μτφ. κεντών (το ενδιαφέρον, την περιέργεια). || απρεπής, ανάρμοστος. || δελεαστικός. -
11 побудительный
επ.κινητήριος• ερεθιστικός, παρακινητικός προτρεπτικός, παρορμητικός, παροτρυντικός•-ая причина το κίνητρο• ελατήριο (δράσης), ωθόν αίτιο.
-
12 раздражающий
επ. από μτχ.ερεθιστικός•-им образом με ερεθιστικό τρόπο, ερεθιστικά.
-
13 раздражительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о-1. ευερέθιστος, ευέξαπτος, ευόργητος. || νευρικός• εκνευρισμένος•раздражительный тон νευρικός τόνος.
2. ερεθιστικός• διεγερτικός. -
14 разымчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о παλ. • αψύς• δριμύς• τσουχτερός• δυνατός (για οινοπνευματώδη ποτά). || μτφ. ερεθιστικός. -
15 соблазнительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. αποπλανητικός, πλάνος, πλανερός•-ая женщина ξελογιάστρα.
2. δελεαστικός. || ερεθιστικός. || αναξιόπρεπος • άσεμνος.
См. также в других словарях:
ἐρεθιστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεθιστικός — ή, ό (AM ἐρεθιστικός, ή, όν) [ερεθίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, παροξυντικός, προκλητικός (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»). επίρρ... ερεθιστικώς και ά (AM ἐρεθιστικῶς) με τρόπο… … Dictionary of Greek
ερεθιστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, προκλητικός: Ερεθιστικός υπαινιγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρεθιστικά — ἐρεθιστικός of neut nom/voc/acc pl ἐρεθιστικά̱ , ἐρεθιστικός of fem nom/voc/acc dual ἐρεθιστικά̱ , ἐρεθιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικώτερον — ἐρεθιστικός of adverbial comp ἐρεθιστικός of masc acc comp sg ἐρεθιστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικῶν — ἐρεθιστικός of fem gen pl ἐρεθιστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικόν — ἐρεθιστικός of masc acc sg ἐρεθιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικαί — ἐρεθιστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικοῖς — ἐρεθιστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικοί — ἐρεθιστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστικοῦ — ἐρεθιστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)