-
1 ερεθισμός
[эрэтизмос] ουσ. а. возбуждение, раздражениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερεθισμός
-
2 раздражение
-я ους.1. ερεθισμός•раздражение кожи ερεθισμός του δέρματος•
раздражение нерва ερεθισμός του νεύρου•
острое раздражение οξύς ερεθισμός, εξε-ρεθισμός.
2. θύμωμα, έξαψη, εξόργιση• αγρίεμα• νευρίασμα, εκνευρισμός•сказать с -ем λέγω θυμωμένα•
прийти в раздражение θυμώνω, εξοργίζομαι•
в -и στο θυμό, στην οργή.
-
3 возбуждение
возбужд||ениес1. (действие) ἡ διέγερση [-ις], ὁ ἐρεθισμός, ἡ παρόρμηση [-ις]·2. (состояние) ἡ ταραχή, ἡ διέγερση [-ις]:нервное \возбуждениеение ἡ νευρική διέγερση, ὁ νευρικός ἐρεθισμός· быть в сильном \возбуждениеении εἶμαι πολύ ἐρεθισμένος. -
4 раздражение
раздраж||ениес1. (состояние) ὁ ἐρεθισμός/ ὁ θυμός, ἡ φούρκα (гнев, досада)/ ὁ ἐκνευρισμός, ἡ διέγερση [-ις] (возбуждение):говорить с \раздражениеением μιλώ ἐκνευρισμένα· в \раздражениеении ἐκνευρισμένος·2. физиол. (действие) ὁ ἐρεθισμός, τό ἐρέθισμα:вылыва́ть \раздражение кожи προξενώ ἐρεθισμό τοῦ δέρματος. -
5 возбуждение
1. тех. η διέγερσηимпульсное - ωθητική -, παλμική -2. (по-буждение) η διέγερση, η κίνηση ^.(судебного дела, вопроса и т.п.) η ανακίνηση 4. физиол. о ερεθισμόςнервное - νευρικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возбуждение
-
6 раздражение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздражение
-
7 возбужденный
возбужд||енный1. прич. от возбуждать·2. прил ἐρεθισμένος, ταραγμένος:\возбужденныйенное состояние ἡ ταραχή, ὁ ἐρεθισμός, ἡ διέγερση· \возбужденныйенный вид ἡ ταραγμένη ὀψη. -
8 раздражение
[ραζντραζένιιε] ουσ. ο. ερεθισμός, θυμός -
9 раздражение
[ραζντραζένιιε] ουσ ο ερεθισμός, θυμός -
10 возбуждение
-я ουδ.1. διέγερση, κίνηση, παρακίνηση• πρόκληση•возбуждение любопытства κίνηση της περιέργειας.
|| υποκίνηση, παρότρυνση.2. ερέθιση, ερεθισμός. -
11 возбуждённость
-ив. ερεθισμός, εκνευρισμός. -
12 поддразнивание
-я ουδ.ελαφρός ερεθισμός, ή παρόξυνση• κέντρισμα. -
13 щекотание
-я ουδ.1. βλ. щекотка (1 σημ.).2. ερεθισμός• φαγούρα, κνησμός.-я ουδ.βλ. щёкот.
См. также в других словарях:
ερεθισμός — ερεθισμός, ο και ερέθισμα, το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ερεθίζω, διέγερση. 2. αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας οργάνου του σώματος: Ερεθισμός των ματιών. 3. (ψυχολ.), το φυσικό αίτιο που προκαλεί τη διέγερση αισθητηρίου οργάνου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρεθισμός — irritation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε … Dictionary of Greek
ἐρεθισμοῖς — ἐρεθισμός irritation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοῖσι — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοῖσιν — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοί — ἐρεθισμός irritation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοῦ — ἐρεθισμός irritation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμούς — ἐρεθισμός irritation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμῶν — ἐρεθισμός irritation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμῷ — ἐρεθισμός irritation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)