Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εργόχειρο

См. также в других словарях:

  • εργόχειρο — εργόχειρο, το και εργόχερο, το έργο των χεριών, χειροτέχνημα, κέντημα ή πλεχτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργόχειρο — το (AM ἐργόχειρον) 1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα 2. χειρωνακτική εργασία μοναχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι») πρβλ. ιδιό χειρος, πρό χειρος κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… …   Dictionary of Greek

  • πλουμάκι — το / πλουμάκιον, ΝΑ [πλουμίον/πλουμί] νεοελλ. διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, πλουμί αρχ. κεντητό εργόχειρο …   Dictionary of Greek

  • πλουμί — το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα μσν. αρχ. κεντητό εργόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. ίδι… …   Dictionary of Greek

  • σεμέ(ν) — το, Ν άκλ. 1. είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα 2. εργόχειρο, κέντημα για μικρό τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chemin «οδός, δρόμος» < υστερολατ. camminus] …   Dictionary of Greek

  • αζούρ — το (λ. γαλλ.), εργόχειρο που φτιάχτηκε με αφαίρεση κλωστών από το ύφασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργόχειρος — ο εργαλείο: Από κακό εργόχειρο(ν) δουλειά δεν απομένει (δηλ. δε φταίνε τα κακά εργαλεία, αλλά η αμέλεια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέντημα — το, ατος 1. κέντηση με αιχμηρό όργανο: Τον πόνεσε το κέντημα της καρφίτσας. 2. η διαποίκιλση υφάσματος με βελόνα και νήμα ή το εργόχειρο: Ασχολείται με το κέντημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάντα — η (λ. ιταλ.) 1. πλευρό: Μέσα στον ύπνο άλλαζε συνεχώς μπάντα. 2. απόμερη θέση: Είχε πολλή φασαρία γι’ αυτό πήγαμε να μιλήσουμε σε μια μπάντα. 3. τάπητας ή εργόχειρο που διακοσμεί τον τοίχο πάνω από κρεβάτι ή καναπέ. 4. ορχήστρα από πνευστά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»