-
1 εργόχειρο
[эргохиро] ουσ. о. рукоделиеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργόχειρο
-
2 вышивка
-
3 ручной
ручной 1) του χεριού; \ручнойые часы το ρολόι του χεριού 2) (о работе и т. η.) χειροποίητος* \ручнойая работа το χειροτέχνημα; \ручнойая вышивка το εργόχειρο, το κέντημα 3) (приручённый ) ήμερος* * *1) του χεριούручны́е часы́ — το ρολόι του χεριού
2) (о работе и т. п.) χειροποίητοςручна́я рабо́та — το χειροτέχνημα
ручна́я вы́шивка — το εργόχειρο, το κέντημα
3) ( приручённый) ήμερος -
4 рукоделие
рукоделиес τό ἐργόχειρο[ν]. -
5 шитье
шить||ес1. τό ράψιμο, ἡ ραπτική:курсы кройки и \шитьея μαθήματα κοπτικής καί ραπτικής·2. (украшение, отделка) τό κέντημα/ τά κεντήματα (изделия):ручное \шитьее τό ἐργόχειρο κέντημα. -
6 рукоделие
[ρουκαντιέλιιε] ουσ. ο. εργόχειρο -
7 рукоделие
[ρουκαντιέλιιε] ουσ ο εργόχειρο -
8 изделие
-я ουδ.κατασκευή έργο είδος, πράγμα, αντικείμενο•чулки фабричного и кустарного -я γυναικείες κάλτσες έτοιμες και χειροποίητες•
скатерть домашнего -я τραπεζομάντηλο οικιακής κατασκευής•
трикотажные -я πλεκτά είδη•
металлические -я μεταλλικά είδη•
фарфорные -я είδη πορσελάνης•
ручное изделие εργόχειρο, χειροτέχνημα.
|| καλλιτέχνη μα. -
9 рукоделие
-я ουδ.1. χειροποίητη εργασία (κυρίως γυναικεία: ράψιμο, πλέξιμο κλπ.).2. εργόχειρο•выставка -ий έκθεση εργόχειρων.
-
10 самоделка
-и θ.εργόχειρο• έργο χειροποίητο, χειρόπλαστο, σπιτίσιο.
См. также в других словарях:
εργόχειρο — εργόχειρο, το και εργόχερο, το έργο των χεριών, χειροτέχνημα, κέντημα ή πλεχτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργόχειρο — το (AM ἐργόχειρον) 1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα 2. χειρωνακτική εργασία μοναχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι») πρβλ. ιδιό χειρος, πρό χειρος κ.λπ.] … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… … Dictionary of Greek
πλουμάκι — το / πλουμάκιον, ΝΑ [πλουμίον/πλουμί] νεοελλ. διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, πλουμί αρχ. κεντητό εργόχειρο … Dictionary of Greek
πλουμί — το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα μσν. αρχ. κεντητό εργόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. ίδι… … Dictionary of Greek
σεμέ(ν) — το, Ν άκλ. 1. είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα 2. εργόχειρο, κέντημα για μικρό τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chemin «οδός, δρόμος» < υστερολατ. camminus] … Dictionary of Greek
αζούρ — το (λ. γαλλ.), εργόχειρο που φτιάχτηκε με αφαίρεση κλωστών από το ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργόχειρος — ο εργαλείο: Από κακό εργόχειρο(ν) δουλειά δεν απομένει (δηλ. δε φταίνε τα κακά εργαλεία, αλλά η αμέλεια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέντημα — το, ατος 1. κέντηση με αιχμηρό όργανο: Τον πόνεσε το κέντημα της καρφίτσας. 2. η διαποίκιλση υφάσματος με βελόνα και νήμα ή το εργόχειρο: Ασχολείται με το κέντημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπάντα — η (λ. ιταλ.) 1. πλευρό: Μέσα στον ύπνο άλλαζε συνεχώς μπάντα. 2. απόμερη θέση: Είχε πολλή φασαρία γι’ αυτό πήγαμε να μιλήσουμε σε μια μπάντα. 3. τάπητας ή εργόχειρο που διακοσμεί τον τοίχο πάνω από κρεβάτι ή καναπέ. 4. ορχήστρα από πνευστά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)