-
1 εργολαβία
[эрголавиа] ουσ. Θ. работать по подрядуΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργολαβία
-
2 подряд
1. (обязательство за определенную плату выполнить какую-л. работу) η εργολαβία 2. (работа, производимая по обязательству) η εργολαβική εργασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подряд
-
3 подряд
подряд Iм ἡ ἐργολαβία, ἡ ἐργοληψία.подряд IIнареч στή σειρά, συνέχεια, συνεχώς:два дня \подряд δυό μέρες συνέχεια (или κατά σειράν) брать все \подряд τά παίρνω ὀλα χωρίς νά διαλέγω. -
4 антреприза
-ы θ.επιχείρηση θεατρική. || επιχείρηση ιδιωτική• εργολαβία. -
5 подряд
-
6 подрядить
ρ.σ.μ. παίρνω, μισθώνω, εργολα-βώ•подрядить плотников и каменщиков μισθώνω μαραγκούς και χτίστες.
επιχειρώ, αναλαβαίνω, παίρνω εργολαβία•подрядить на постройку здания ανάλαβαίνω εργολαβικά το χτίσιμο της οικοδομής.
υποχρεώνομαι•они -лись возить дрова αυτοί υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν καυσόξυλα.
См. также в других словарях:
ἐργολαβίᾳ — ἐργολαβίαι , ἐργολαβία contract for the execution of work fem nom/voc pl ἐργολαβίᾱͅ , ἐργολαβία contract for the execution of work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργολαβία — η (AM ἐργολαβία) [εργολάβος] ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπή («εργολαβία τροφοδοσίας στρατού») νεοελλ. επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία αρχ. κερδοσκοπία … Dictionary of Greek
εργολαβία — η 1. ανάληψη εκτέλεσης έργου κατ αποκοπή, αλλ. εργοληψία. 2. μτφ., ερωτοτροπία, φλερτάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… … Dictionary of Greek
ἐργολαβίας — ἐργολαβίᾱς , ἐργολαβία contract for the execution of work fem acc pl ἐργολαβίᾱς , ἐργολαβία contract for the execution of work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολαβίαν — ἐργολαβίᾱν , ἐργολαβία contract for the execution of work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολαβιῶν — ἐργολαβία contract for the execution of work fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
εργολαβικός — ή, ό [εργολάβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εργολαβία, γίνεται με εργολαβία … Dictionary of Greek
εργολαβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εργολαβία ή γίνεται με εργολαβία: Εργολαβικές δουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek