-
1 εργατικότητα
[-ης (-ητος)] η работоспособность; трудолюбие -
2 εργατικότητα
[эргатикотита] ουσ. Θ. трудолюбие, работоспособностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργατικότητα
-
3 εργατικότητα
[эргатикотита] ουσ θ трудолюбие, работоспособность. -
4 διά
προθ. I με γεν.1) (при обознач, пространства) по; через;διά ξηράς — по суше, сухопутным путём;
διά θαλάσσης — по морю;
παρέλασις διά των οδών — уличное шествие;
διά της θύρας — через дверь;
διά του δάσους — через лес;
2) (при обознач, способа, образа действия) посредством;διά του ατμόπλοίου — пароходом;
διά της ράβδου — палкой;
διά χρημάτων — посредством денег, за деньги;
στέλλω τα χρήματα δι' επιταγής посылать деньги переводом;τον αντικατέστησε δι' άλλου он его заменил другим; 3) (при обознач, времени):διά παντός — навсегда;
διά βίου — пожизненно;
§ δι' ολίγων — или διά βραχέων — в нескольких словах, вкратце;
διά μακρών — многословно, пространно;
διά μιάς — сразу, немедленно;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
τον έχω διά βίου — он мне осточертел;
II με αιτιατ.1) (при обознач, причины):ονομαστός διά τον πλούτον του — он известен своим богатством;
κατηγορείται διά κλοπήν — он обвиняется в краже;
τον αγαπώ διά την εργατικότητα — я его люблю за трудолюбие;
2) (при обознач, цели, назначения):υλικόν χρήσιμον δι' οικοδομικά έργα материал, годный для строительных работ; χάρτης δι' εφημερίδας газетная бумага; ανεχώρησεν δι' ανάπαυσιν он уехал отдыхать; 3) о, об, относительно, по поводу;διά τό ζήτημα σου, τίποτε το νεώτερον — относительно твоего дела нет ничего нового;
4) (при обознач, направления, места назначения) в, на;ετοιμάζομαι διά την Εύρώπην' — я собираюсь в Европу;
αναχωρώ διά Πάτρας — я уезжаю в Патры;
5) (при обознач, срока, времени):η συνεδρίασις ωρίσθη' διά την επομένήν Δευτέρα — заседание назначено на будущий понедельник;
μίσθωσις διά πέντε έτη — аренда на пять лет;
6) (в сочетании с зависимым наклонением) чтобы;διά να φθάσω εκεί — чтобы добраться туда;
7) (при мольбе, заклинании):δι' αγάπην τού Χρίστου ради Христа;§ διά τί; — почему?, зачем?;
διά τοδτο — поэтому;
όσον διά... — что (же) касается..., в отношении...;
δέκα διά δυό — десять, делённое на два
-
5 χάρις
См. также в других словарях:
εργατικότητα — η η ιδιότητα του εργατικού, η αγάπη για την εργασία, η φιλοπονία, η αξιοσύνη: Ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους για την εργατικότητά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργατικότητα — η [εργατικός] αγάπη, διάθεση για εργασία, φιλοπονία … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αοκνία — ἀοκνία, η (Α) το να μην αποφεύγει κάποιος τον κόπο της εργασίας, φιλοπονία, εργατικότητα … Dictionary of Greek
επίμοχθος — η, ο (AM ἐπίμοχθος, ον) [μόχθος] (για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά 2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει … Dictionary of Greek
επιμέλεια — η (AM ἐπιμέλεια) [επιμελής] 1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ. β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.) 2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια τής φετινής… … Dictionary of Greek
ευμογία — εὐμογία, ἡ, ποιητ. τ. εὐμογίη (Α) φιλοπονία, εργατικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μόγος «κόπος, μόχθος» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
πονικός — ή, όν, Α [πόνος] 1. φιλόπονος, εργατικός 2. αυτός που προκαλεί στενοχώρια, καταθλιπτικός, λυπηρός. επίρρ... πονικῶς, Α κατά τρόπο πονικό, με φιλοπονία και εργατικότητα … Dictionary of Greek
προκοπή — η, ΝΜΑ [προκόπτω] 1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.) 2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί) υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν… … Dictionary of Greek