-
1 εργαλείο
[эргалио] ουσ. ο. инструмент, орудие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργαλείο
-
2 инструмент
1. (единичное орудие труда) το εργαλείο, το όργανο, алмазный - αδα-μαντοφόρο -безопасный - (не дающий искру при ударе немагнитный некорродирующий) ασφαλές -давящий маш. - συμπίεσης- πίεσηςконтрольный - ελέγχου, кузнечный - σιδηρουργικό -, мерительный - μέτρησηςпневматический - μέσω του πεπιεσμένουαέρα, прецизионный - ακριβείας, τέλειο -резьбонарезной - κοπής/κατασκευής σπειρώματοςсъёмочный (геод.) - λήψηςэлектрифицированный - ηλεκτροκίνητο - 2 мед. το εργαλείο3. муз. το όργαν/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инструмент
-
3 паяльник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паяльник
-
4 чекан
1. (для выдавливания рельефа) το εργαλείο χάραξης σε μέταλλο 2. (для уплотнения соединений) το εργαλείο στεγανοποίησης των ενώσεων 3. (штамп) η σφραγίδα 4. см. чеканка (в 1 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чекан
-
5 инструмент
инструмент м 1) το εργαλείο 2) (музыкальный) το όργανο* * *м1) το εργαλείο2) ( музыкальный) το όργανο -
6 орудие
орудие с 1) το εργαλείο·\орудиея производства τα εργαλεία παραγωγής 2) воен. τ ο πυροβόλο, το κανόνι* * *с1) το εργαλείοору́дия произво́дства — τα εργαλεία παραγωγής
2) воен. το πυροβόλο,το κανόνι -
7 орудие
-я ουδ.1. εργαλείο, σύνεργο• μέσο•-я труда εργαλεία δουλειάς•
земледль-ческое орудие αγροτικό εργαλείο•
-я производства τα μέσα παραγωγής.
2. μτφ. όργανο•слепое орудие τυφλό όργανο.
3. πυροβόλο, κανόνι•самоходное орудие μηχανοκίνητο πυροβόλο•
дально-ббиное орудие τηλεβόλο•
полевое орудие πεδινό πυροβόλο•
осадное орудие τοπομαχικό•
зенитное орудие αντιαεροπορικό πυροβόλο•
противотанковое орудие αντιαρματικό πυροβόλο•
пальба из -ий κανονιοβολισμός, κανονίδι.
-
8 порезать
ρ.σ.μ.1. κόβω (•με κοφτερό εργαλείο)•порезать палец κόβω το δάχτυλο.
2. «θανατώνω•волк -ал пять овец ο λύκος έκοψε πέντε προβατίνες.
3. τεμαχίζω, κόβω τεμάχια, φέτες•порезать хлеб и колбасы κόβω ψωμί και σαλάμι.
4. κόβω λίγο.κόβομαι (με κοφτερό εργαλείο). -
9 дорн
το εργαλείο επεξεργασίας των σωλήνων/οπών (για μείωση της τραχύτητας)мет.-об.) η διαμέτρηση και η επεξεργασία των σωλήνων/οπώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дорн
-
10 железко
(режущая деталь в деревообрабатывающих инструментах) το κοπίδι (ξυλουργικό εργαλείο)το μαχαίρι πλάνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > железко
-
11 заворот
1. (стальной брусок для правки струга) το εργαλείο/η ράβδος ξέσης/ξε-χειλώματος 2. (кромок) το γύρισμα (των ακμών) 3. мед.- кишок ο ειλεός, ο στροφόςτο στρίψιμο, η συστροφή του εντέρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заворот
-
12 закрутка
1. (скручивание) η στρέψη 2. (приспособление для закручивания) το εργαλείο στρέψης 3. (потока газа, жидкости) η δίνη, ο στροβιλισμός (της ροής του αερίου, του υγρού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрутка
-
13 зенкер
тех. το εργαλείο ευθυγράμμι-σης/κατεργασίας των οπών, το διευρυντικό τρυπάνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зенкер
-
14 зенковка
(инструмент) το εργαλείο/τρυπάνι για κατεργασία/διεύρυνση της οπής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зенковка
-
15 кернер
1. (инструмент) η πόντατο εργαλείο σημείωσης του κέντρου2. (точки, намечаемые кернером на деталях при их разметке) οι πόντες (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кернер
-
16 кислород
хим. (О) το οξυγόνο активный - ενεργό -режущий (св.) - (εργαλείο) κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кислород
-
17 металлизатор
ο ψεκαστήρας του μετάλλουτο εργαλείο ψεκασμού-επιμε-τάλλωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металлизатор
-
18 мотоинструмент
το μηχανοκίνητο εργαλείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотоинструмент
-
19 надрез
η εγκοπή-ать κάνω εγκοπή (με αιχμηρό ή κοφτερό εργαλείο, π.χ. με μαχαίρι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надрез
-
20 орган
I.1.(орудие, инструмент) το εξάρτημα, το στοιχείο, το εργαλείο- ελέγχου2. (часть организма) το όργαν/οвнутренние - ы мед. εσωτερικά - αкомпетентные - ы τα αρμόδια - α, οι αρμόδιες αρχέςII. муз. το όργανο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орган
См. также в других словарях:
εργαλείο — το (AM ἐργαλεῑον Α και ιων. τ. ἐργαλήιον) όργανο το οποίο χειρίζεται κανείς για την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας. νεοελλ. 1. απαραίτητο μέσο για μελέτη, σπουδή κ.λπ. («τα εργαλεία τής μελέτης, τής ειδικότητας») 2. το πέος μσν. πολεμική… … Dictionary of Greek
εργαλείο — το όργανο που μ αυτό κάνουμε κάποια δουλειά: Η τελειοποίηση των εργαλείων καθορίζει το βαθμό κυριαρχίας πάνω στη φύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυρί — Εργαλείο κατάλληλο για βίαια ή ελαφρά χτυπήματα κατευθείαν στο υλικό ή και σε άλλο εργαλείο (κοπίδι, ζουμπάς κλπ.). Αποτελείται από μια μάζα (κεφαλή) χάλυβα, μόλυβδου, ορείχαλκου, ή άλλου μετάλλου, η οποία έχει στη μέση μια τρύπα για να… … Dictionary of Greek
εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά … Dictionary of Greek
καθετή — Εργαλείο ψαρέματος που αποτελείται από τεχνητό νήμα (πετονιά), ένα μεταλλικό βαρίδι και πολλά αγκίστρια σε απόσταση 25 40 εκ. μεταξύ τους. Κατά το παρελθόν συνήθιζαν να κατασκευάζουν την κ. από τρίχες ουράς αλόγων. Χρησιμοποιείται κυρίως για το… … Dictionary of Greek
καλαμίδι — Εργαλείο ψαράδων. Αποτελείται από ένα μακρύ, συνήθως καλαμένιο ραβδί, από τη μία άκρη του οποίου κρέμεται η ορμιά με ένα ή πολλά αγκίστρια. Τελευταία κατασκευάζονται κ. με σπαστό ραβδί μεταβλητού μήκους, από μπαμπού ή από άλλη ελαφριά και… … Dictionary of Greek
πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… … Dictionary of Greek
αεροψεκαστήρας — Εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον ψεκασμό. Η λειτουργία του α. στηρίζεται στη μηχανική των ρευστών. Τo υγρό με το οποίο πραγματοποιείται ο ψεκασμός βγαίνει από τον α. με τη μορφή νέφους από λεπτότατα σταγονίδια. Το νέφος αυτό το κατευθύνουμε… … Dictionary of Greek
αμόνι — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο σιδηρουργός, ικανό να αντέχει στις κρούσεις της σφύρας. Πάνω σε αυτό τοποθετείται το μεταλλικό υλικό (σίδερο, χαλκός, κράματα κλπ.), που έχει πυρωθεί στην κατάλληλη θερμοκρασία και σφυροκοπείται για να πάρει το… … Dictionary of Greek
σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών … Dictionary of Greek
ζόκα — Εργαλείο ψαρέματος, με αγκίστρι προσαρμοσμένο απευθείας σε μολυβήθρα … Dictionary of Greek