Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ερασιτεχνικός

См. также в других словарях:

  • ερασιτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ερασιτέχνη ή σε ερασιτεχνία: Ερασιτεχνικός αλιευτικός σύλλογος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντιλεταντικός — ή, ό και ντιλετάντικος, η, ο [ντιλετάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ντιλετάντη, ερασιτεχνικός …   Dictionary of Greek

  • ρασιτεχνικός — ή, ό [ερασιτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερασιτέχνη ή στην ερασίτεχνία («ερασιτεχνικός θίασος») …   Dictionary of Greek

  • παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • ντιλεταντικός — ή, ό ο ερασιτεχνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»