Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ερασιτεχνία

См. также в других словарях:

  • ερασιτεχνία — η [ερασιτέχνης] η ιδιότητα τού ερασιτέχνη …   Dictionary of Greek

  • ερασιτεχνία — η 1. το να είναι κανείς ερασιτέχνης. 2. η ασχολία με κάτι που σκοπό έχει την ευχαρίστηση κι όχι την άσκηση επαγγέλματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερασιτεχνισμός — ο [ερασιτέχνης] η ερασιτεχνία …   Dictionary of Greek

  • ρασιτεχνικός — ή, ό [ερασιτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερασιτέχνη ή στην ερασίτεχνία («ερασιτεχνικός θίασος») …   Dictionary of Greek

  • ερασιτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ερασιτέχνη ή σε ερασιτεχνία: Ερασιτεχνικός αλιευτικός σύλλογος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»