-
1 επισκοπικός
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > επισκοπικός
-
2 επισκοπικός
η, ό[ν] епископский -
3 επίτροπος
ο1) опекун; 2) управляющий, заведующий;επίτροπος ναού — церковный староста;
3) комиссар; уполномоченный; представитель;του λαού — народный комиссар;βασιλικός (κυβερνητικός) επίτροπος — королевский (правительственный) комиссар;
επίτροπος στρατοδικείου — военный прокурор;
επισκοπικός ( — или αρχιερατικός) επίτροπος — наместник епископа
См. также в других словарях:
επισκοπικός — ή, ό (AM ἐπισκοπικός, ή, όν) [επίσκοπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην επισκοπή (α. «επισκοπικό αξίωμα» β. «επισκοπικό δικαστήριο») 2. το ουδ. ως ουσ. το επισκοπικό ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό … Dictionary of Greek
επισκοπικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή την επισκοπή, αρχιερατικός, δεσποτικός: Επισκοπικά άμφια. 2. το ουδ. ως ουσ., επισκοπικό ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
ἐπισκοπικῶν — ἐπισκοπικός episcopal fem gen pl ἐπισκοπικός episcopal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικόν — ἐπισκοπικός episcopal masc acc sg ἐπισκοπικός episcopal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικοῖς — ἐπισκοπικός episcopal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικοῦ — ἐπισκοπικός episcopal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικούς — ἐπισκοπικός episcopal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικῆς — ἐπισκοπικός episcopal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικήν — ἐπισκοπικός episcopal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικῶς — ἐπισκοπικός episcopal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)