-
1 επισκοπη
ἥ1) посещение(ἐν ἡμέρᾳ ἐπισκοπῆς NT.)
2) достоинство, звание3) звание или должность епископа, епископство NT. -
2 επισκοπή
επισκοπή η1) должность епископа; кафедра или резиденция епископа;2) епархия -
3 ἐπισκοπή
{сущ., 4}1. посещение;2. епископство, достоинство, должность или звание епископа.Ссылки: Лк. 19:44; Деян. 1:20; 1Тим. 3:1; 1Пет. 2:12. LXX: 6486 (הָדּקֻפְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπισκοπή
-
4 επισκοπή
{сущ., 4}1. посещение;2. епископство, достоинство, должность или звание епископа.Ссылки: Лк. 19:44; Деян. 1:20; 1Тим. 3:1; 1Пет. 2:12. LXX: 6486 (הָדּקֻפְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επισκοπή
-
5 επισκοπή
η1) резиденция епископа; 2) епархия -
6 ἐπισκοπή
1. посещение; 2. епископство, достоинство, должность или звание (епископа); LXX: (פְּלקדָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπισκοπή
-
7 αποίμαντος
αποίμαντος, -η, -οтот, у которого нет в качестве духовного пастыря епископа:η επισκοπή έμεινε έναν χρόνο αποίμαντη — Епархия осталась на год без пастыря; вдовствующая епархия
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αποίμαντος
-
8 1984
{сущ., 4}1. посещение;2. епископство, достоинство, должность или звание епископа.Ссылки: Лк. 19:44; Деян. 1:20; 1Тим. 3:1; 1Пет. 2:12. LXX: 6486 (הָדּקֻפְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1984
См. также в других словарях:
ἐπισκοπή — watching over fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκοπή — Ονομασία δεκαπέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 8 χλμ. Ν της Τρίπολης, στην περιοχή της αρχαίας Τεγέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο … Dictionary of Greek
Επισκοπή — Sp Episkòpė Ap Επισκοπή/Episkopi L Kreta ir Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἐπισκοπῇ — ἐπισκοπέω look upon pres subj mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres subj act 3rd sg ἐπισκοπέω look upon pres subj mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκοπή — η 1. το αξίωμα του επίσκοπου, το λειτούργημά του. 2. η κατοικία του επίσκοπου, το επισκοπικό μέγαρο. 3. περιφέρεια που υπάγεται εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του επίσκοπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λιτζάς και Αγράφων, Επισκοπή — Επισκοπή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Υπαγόταν στη μητρόπολη Λαρίσης και περιλάμβανε την περιοχή των Αγράφων και το βορειοανατολικό τμήμα της Φθιώτιδας. Με την επωνυμία Λιτσά ή Λιτζά συναντάται τον 9o αι. Με ολοκληρωμένη την επωνυμία της ως… … Dictionary of Greek
Επισκοπή Γωνιάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται ΝΑ της κωμόπολης Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Δαμαλά, επισκοπή — Βυζαντινή ερειπωμένη εκκλησία, κοντά στο χωριό Δαμαλάς της Τροιζηνίας (σημερινή Τροιζήνα), στην τοποθεσία της αρχαίας Τροιζήνας και στη θέση ακριβώς του αρχαίου ναού της Αφροδίτης. Η αρχική εκκλησία (15,15 x 9,20 μ.), σταυροειδής με τρούλο, που… … Dictionary of Greek
Επάνω Επισκοπή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek
Κάτω Επισκοπή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek
Μικρή Επισκοπή — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 440 μ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου … Dictionary of Greek