-
1 εορτασμός
[эортазмос] ουσ. а празднование.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εορτασμός
-
2 ознаменование
ознаменованиес ὁ ἐορτασμός:в \ознаменование чего-л. προς τιμήν τοῦ..., γιά τόν ἐορτασμό του...· в \ознаменование памяти τιμώντας τή μνήμη· в \ознаменование победы γιά τόν ἐορτασμό τής νίκης. -
3 празднование
пра́зднова||ниес ὁ γιορτασμός, τό γιόρτασμα, ὁ ἐορτασμός. -
4 торжество
торжеств||ос1. (праздник) ἡ ἐορτή, ὁ ἐορτασμός, ἡ πανήγυρις:Октябрьские \торжествоа ἡ ἐορτή τής 'Οκτωβριανής ἐπανάστασης·2. (победа) ὁ θρίαμβος:\торжество правосудия θρίαμβος τής δικαιοσύνης. -
5 чествование
чествова||ниес ὁ γιορτασμός (или ὁ ἐορτασμός) προς τιμήν κάποιου. -
6 юбилейный
юбилей||ныйприл τοῦ Ιωβηλαίου, τής ἐπετείου:\юбилейныйные торжества ὁ πανηγυρισμός, ὁ ἐορτασμός τοῦ ιωβηλαίου. -
7 ознаменование
[αζναμιναβάνιιε] ουσ. ο. εορτασμός -
8 ознаменование
[αζναμιναβάνιιε] ουσ ο εορτασμός -
9 ознаменование
-я ουδ.γιορτασμός, εορτασμός• πανηγυρισμός.εκφρ.в ознаменование – προς τιμήν ή στη μνήμη•в ознаменование своей благодарности – ως σημείο (ένδειξη) ευγνωμοσύνης•в ознаменование победы – για το γιορτασμό της νίκης. -
10 празднование
-я ουδ.γιορτασμός, εορτασμός• πανηγυρισμός.
См. также в других словарях:
εορτασμός, ο — και γιόρτασμα,το το να γιορτάζει κάτι ή κάποιος (κάτι), πανηγυρισμός, τέλεση γιορτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εορτασμός — ο (AM ἑορτασμός) [εορτάζω] η διοργάνωση και τέλεση εορτής … Dictionary of Greek
ἑορτασμῶν — ἑορτασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιορτασμός — ο ο εορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτασμός, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] … Dictionary of Greek
πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… … Dictionary of Greek
συνεορτασμός — ο, Ν 1. εορτασμός μαζί με άλλον ή με άλλους, συμμετοχή σε εορτασμό 2. εορτασμός και άλλης εορτής («συνεορτασμός τής ενηλικίωσης και τών γενεθλίων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεορτάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Δραγούμη] … Dictionary of Greek
National Organization of Crete — The National Organization of Crete (Greek: Εθνική Οργάνωση Κρήτης, abbreviated EOK) was an organization established in Crete by British Intelligence during the Axis occupation of Greece in World War II. EOK, predominantly Venizelist in sympathy… … Wikipedia
Теофания в Греции — Традиция бросания креста в водоем, чтобы ловкий юноша его выловил из ледяной воды и таким образом гарантировал себе успех в новом году. Празднование Теофании гречес … Википедия
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… … Dictionary of Greek
γενέθλιος — α, ο (AM γενέθλιος, ον, Α και γενέθλιος, α, ον) [γενέθλη] 1. ο σχετικός με τη γέννηση ή την ημέρα τής γέννησης κάποιου 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γενέθλια α) η επέτειος τής ημέρας τής γέννησης κάποιου β) ο εορτασμός αυτής τής ημέρας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek