-
1 εξώφυλλο
[эксофилло] ουσ. о. обложка книги, ставень,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξώφυλλο
-
2 переплёт
переплёт м το δέσιμο (του βιβλίου)· το εξώφυλλο (обложка)' в \переплёте δεμένος· без \переплёта άδετος* * *мτο δέσιμο (του βιβλίου); το εξώφυλλο ( обложка) -
3 обложка
το εξώφυλλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обложка
-
4 переплёт
1. (действие) το δέσιμοкнижный - η βιβλιοδεσία, η βιβλιοδέτηση2. (специальная обложка) το εξώφυλλο 3. стр. το πλαίσιοоконный - του παραθύρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переплёт
-
5 суперобложка
το (προστατευτικό) εξώφυλλο (του βιβλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суперобложка
-
6 заглавный
загла́в||ныйприл:\заглавныйный лист ἡ προμετωπίδα [-ίς], τό ἐξώφυλλο· \заглавныйная бу́ква τό κεφαλαΐο[ν] γράμμα· ◊ \заглавныйная роль ὁ ἐπώνυμος ρόλος. -
7 картонканый
картонка||ныйприл χαρτονένιος, ἀπό χαρτόνι:\картонканыйная фабрика ἐργοστάσιο χαρτονιού· \картонканыйный переплет ἐξώφυλλο ἀπό χαρτόνι. -
8 обложка
обложкаж τό ἐξώφυλλο[ν], τό κάλυμμα, τό σκέπασμα. -
9 переплет
переплетм1. (действие) τό ἐξὠφυλ-λο[ν], τό χαρτοδέσιμο:отдать в \переплет δίνω γιά δέσιμο, δίνω γιά χαρτοδέσιμο·2. (книги) τό δέσιμο:картонный \переплет ἐξώφυλλο ἀπό χαρτόνι·3. (оконный) τά σταυρόξυλα παραθύρου· ◊ попасть в \переплет разг μπερδεύομαι ἀσχημα -
10 обложка
[αμπλόσκα] ουσ. θ. εξώφυλλο -
11 обложка
[αμπλόσκα] ουσ θ εξώφυλλο -
12 жалюзи
ουδ.άκλ. εξώφυλλο παραθύρου με κινητές περσίδες, γρίλια (γερμανικό). -
13 заглавный
-
14 обложенный
επ. από μτχ.του καλύμματος ή του εξώφυλλου. || για κάλυμμα, για εξώφυλλο. -
15 обложка
-и θ.περικάλυμμα, εξώφυλλο (βιβλίου, τετραδίου κ.τ.τ.).
См. также в других словарях:
εξώφυλλο — το 1. το εξωτερικό φύλλο βιβλίου 2. το εξωτερικό φύλλο παραθύρου 3. στον πληθ. τα τραπουλόχαρτα που αφαιρούνται ως περιττά σ ένα παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. outpaper)] … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Алексакис, Орион Христофорович — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексакис. Орион Христофорович Алексакис (греч. Ωρίων Αλεξάκης Балаклава 1889 Чёрное море 1920) российский революционер греческого происхождения, деятель Коминтерна. Погиб в … Википедия
Τσουάνγκ-τσε — (ή Τσουάνγκ Τσόου). Κινέζος φιλόσοφος που έζησε μεταξύ 4ου και 3ου π.Χ. αι. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ταοϊστικής σχολής, και για τη ζωή του είναι ελάχιστα γνωστά, εκτός από μερικά ανέκδοτα. Σύμφωνα με ένα απ’ αυτά ο Τ.… … Dictionary of Greek
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
βαβούλι — το (Μ βαβάλιν) το μπουμπούκι νεοελλ. 1. ο κλειστός καρπός του βαμβακιού 2. το εξώφυλλο του καρπού, το περικάρπιο 3. το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. valvulus, με ανομοιωτική αποβολή του λ , ενώ ο τ. βαβάλιν με εξακολουθητική… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek