-
1 εξυμνώ
[эксимно] р. воспевать, прославлять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξυμνώ
-
2 возвеличивать
возвеличиватьнесов, возвеличить сов ἐξαίρω, ἐκθειάζω, ἐξυμνώ, ἐγκωμιάζω. -
3 воспевать
воспеватьнесов, воспеть сов поэт. τραγουδώ, ψάλλω, ἄδω, ἐξυμνῶ, ἐγκωμιάζω. -
4 восхвалениеять
восхваление||я́тьнесов ἐγκωμιάζω, ἐκθειάζω, ἐπαινώ, ἐξυμνῶ. -
5 нахваливать
нахваливатьнесов ἐξυμνώ, ἐγκωμιάζω. -
6 небо
неб||о Iс ὁ οὐρανός:звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνιαнебо IIс анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα. -
7 превознести
превознести́сов, превозносить несов ἐξαίρω, ἐκθειάζω, ἐγκωμιάζω, ἐξυμνώ, ὑμνώ:\превознести кого́-л. до небес ἀνεβάζω κάποιον στους οὐρανούς. -
8 прославлять
прославлятьнесов δοξάζω, ἐξυμνώ, ὑμνώ, ἐγκωμιάζω. -
9 фимиам
фимиамм τό θυμίαμα, τό λιβάνι· ◊ курить (или воскурять) \фимиам кому́-л. λιβανίζω, ἐξυμνώ κάποιον. -
10 хвалить
хва||литьнесов ἐπαινώ, ἐγκωμιάζω/ ἐξυμνώ. (восхвалять). -
11 воспарить
ρ.σ. παλ. βλ. взлететь,μτφ. εγκωμιάζω, εξυμνώ.εκφρ.воспарить духом ή мыслью – εμπνέομαι• εμψυχώνομαι. -
12 воспеть
-пою –поёшь προστκ. воспой ρ.σ.μ. (υψ, ύφος) εξυμνώ, δοξολογώ, τραγουδώ•я -пою ваши подвиги θα τραγουδήσω τα κατορθώματα σας.
-
13 восславить
-влго, -вишь ρ.σ.μ. (υψ. ύφος) εξυμνώ, υμνολογώ, δοξολογώ, μεγαλύνω. -
14 восхвалить
-алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхваленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.επαινώ, εγκωμιάζω, εξυμνώ, υμνολογώ. -
15 выхвалить
-
16 захвалить
-алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваленный, βρ: -лен, -а, -о.1. επαινώ, εκθειάζω, εξυμνώ, εγκωμιάζω.2. αρχίζω να επαινώ κλπ. ρ. (1 σημ.). -
17 нахвалить
-алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.επαινώ πολύ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυμνώ.επαινούμαι, παινεύομαι πολύ, καυχιέμαι. -
18 нахвастать
ρ.σ. εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυμνώ, εξυψώνω, υπερυψώνω, παραπαινεύω.επαινούμαι, παινεύομαι παραπαινεύομαι, πολυκαυχιέμαι. -
19 осанна
-ы θ.το ωσαννά•петь (восклицать) -у ψάλλω το ωσαννά (εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνωδώ, εξυμνώ).
-
20 похвала
-ы θ.έπαινος• εγκώμιο•επαινώ, εγκωμιάζω•рассыпаться в -ах кому-н. πλέκω εγκώμια σε κάποιον, εκθειάζω, εξυμνώ, υπερυμνώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξυμνώ — εξυμνώ, εξύμνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξυμνώ — (AM ἐξυμνῶ, έω) υμνώ ενθουσιωδώς, εγκωμιάζω … Dictionary of Greek
εξυμνώ — εξύμνησα, εξυμνήθηκα, εξυμνημένος, μτβ., υμνώ κάποιον υπερβολικά, εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξυμνῶ — ἐξυμνέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξυμνέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέλπω — Μ εξυμνώ κάποιον μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
αγάζω — ἀγάζω (Α) [ἄγαν] εξυψώνω υπέρμετρα, εκθειάζω, εξυμνώ … Dictionary of Greek
αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… … Dictionary of Greek
αθιβάλλω — και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω 2. συνομιλώ, συζητώ 3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ 4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού αμέσως ακολουθούντος,… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
αναξίμολπος — ἀναξίμολπος, η (Α) (επίθ. τής Ουρανίας) άνασσα, βασίλισσα τής μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + μολπος < μέλπω «εξυμνώ, ψάλλω, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
αντισεμνύνομαι — ἀντισεμνύνομαι (AM) μσν. εξαίρω, εξυμνώ, εγκωμιάζω κι εγώ αρχ. υπερηφανεύομαι κι εγώ … Dictionary of Greek