-
1 εξυγίανση
[эксигианси] ουσ. Θ. оздоровление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξυγίανση
-
2 санация
1. мед. η εξυγίανση 2. эк. η οικονομική εξυγίανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > санация
-
3 оздоровление
-
4 санация
-и θ.1. εξυγίανση της κοιλότητας του στόματος.2. οικονομική εξυγίανση. -
5 ассенизация
ассениз||а́цияж ἡ ἐκκένωση [-ις] (βόθρων) (вывоз нечистот) / ἡ ἐξυγίανση [-ις] (улучшение санитарных условий местности). -
6 оздоровление
оздоров||лениес ἡ ἐξυγίανση [-ις]. -
7 оздоровление
[αζνταραβλιένιιε] ουσ. ο. εξυγίανση -
8 оздоровление
[αζνταραβλιένιιε] ουσ ο εξυγίανση -
9 ассенизация
-и θ.εξυγίανση, αποστράγγιση (ακαθαρσιών). -
10 оздоровление
-я ουδ.γέρεμα, ανάκτηση της υγείας. || εξυγίανση. -
11 санирование
-я ουδ.εξυγίανση. -
12 чистить
чищу, чистишь, παθ. μτχ. чищенный, βρ: -щен, -а, -оρ.δ.μ.1. καθαρίζω, παστρεύω•чистить дно канала καθαρίζω το βυθό της διώρυγας•
чистить дорогу καθαρίζω το δρόμο•
чистить себе уши καθαρίζω τ αυτιά, μου•
чистить ногти καθαρίζω τα νύχια•
чистить щткой καθαρίζω με τη βούρτσα (βουρτσίζω)•
чистить зубы щткой καθαρίζω τα δόντια με την οδοντόβουρτσα•
чистить лошадь скребницей ζυστρίζω το άλογο.
|| λουστρίζω•чистить сапоги λουστρίζω τις μπότες.
2. αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω•чистить фрукты καθαρίζω τα φρούτα.
|| εκκοκκίζω, ξεκοκκίζω•чистить горошек ξεκοκκίζω τα μπιζέλια.
|| αφαιρώ το τσόφλι, ξετσοφλίζω•чистить яйцо ξετσοφλίζω το αυγό•
чистить чешуго απολεπίζω•
чистить перья μαδίζω•
чистить внутренностей αφαιρώ (βγάζω) τα εντόσθια (ξεκοιλιάζω).
3. μτφ. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση, εξυγίανση•чистить партию κάνω εκκαθάριση στο κόμμα•
чистить государственный аппарат κάνω εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού.
4. μτφ. κατακλέβω, λεηλατώ, απογυμνώνω.5. μαλώνω,βρίζω, ξετινάζω. || χτυπώ, δέρνω.καθαρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
13 чистка
-и θ.1. καθάρισμα, κάθαρση• πάστρευμα•чистка и смазка станка καθάρισμα και λάδωμα της εργατομηχανής.
|| λούστρισμα.2. μτφ. εκκαθάριση, κάθαρση, εξυγίανση•чистка партии εκκαθάριση του κόμματος.
См. также в других словарях:
εξυγίανση — η 1. θεραπεία. 2. απαλλαγή τόπου από νοσογόνες εστίες. 3. μτφ., επαναφορά σε καλή κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπληθωρισμός — Η δέσμη οικονομικών, δημοσιονομικών, κοινωνικών και πολιτικών μέτρων που καθορίζει η κυβέρνηση μιας χώρας, για την ταχύρυθμη ή σταδιακή αντιμετώπιση του πληθωρισμού και την εξυγίανση της εθνικής οικονομίας. Σύνηθες δυσάρεστο παρακολούθημα του α.… … Dictionary of Greek
εξυγία(ν)ση — η 1. η καταπολέμηση και εξουδετέρωση τών παραγόντων που ευνοούν την ύπαρξη μολυσματικών εστιών σε κάποιο τόπο με κατάλληλα υγειονομικά μέτρα 2. η επαναφορά σε ικανοποιητική κατάσταση με επίλυση τών προβλημάτων και εξουδετέρωση τών ελλείψεων («η… … Dictionary of Greek
εξυγιαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή συμβάλλει στην εξυγίανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… … Dictionary of Greek
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
υγίανση — η / ὑγίανσις, άνσεως, ΝΑ, και δ.τ. ὑγίασις Α [ὑγιαίνω] η αποκατάσταση τής υγείας, θεραπεία νεοελλ. μτφ. η μετατροπή ενός τόπου ή ενός χώρου σε υγιεινό, με επίλυση τών προβλημάτων και εξουδετέρωση τών ελλείψεων, εξυγίανση … Dictionary of Greek
αγροτική μεταρρύθμιση — Οργανικό σύνολο νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, με τα οποία τροποποιείται η κατανομή και η διάρθρωση της έγγειας ιδιοκτησίας, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των αγροτών, την επίλυση των προβλημάτων ανεργίας ή υποαπασχόλησης στις αγροτικές… … Dictionary of Greek
Δημήτριος ο Φαληρεύς — (Φάληρο περ. 350 π.Χ. – ;). Αθηναίος πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Περιπατητική σχολή του Θεόφραστου και έγραψε σχόλια στα ομηρικά έπη και μια συλλογή χρήσιμων αποφθεγμάτων, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελούσαν τα Αποφθέγματα των επτά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek