-
1 εξαναγκασμός
[эксанангазмос] ουσ. а. вынуждение, принуждение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαναγκασμός
-
2 принуждение
-
3 диктат
полит. η επιβολή, ο εξαναγκασμός, ο καταναγκασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диктат
-
4 насилие
1. (принудительное воздействие на кого-л.) η βία, ο βιασμός 2. (беззаконное применение силы) η επιβολήο καταναγκασμόςο εξαναγκασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насилие
-
5 диктат
диктатм полит ἡ ἐπιβολή, ὁ ἐξαναγκασμός. -
6 принуждение
принуждени||ес ὁ ἐξαναγκασμός, ὁ καταναγκασμός:по \принуждениею διά τής βίας, μέ τό ζόρΐΓ без \принуждениея а) χωρίς ἐξαναγκασμό, б) οίκειοθελώς (добровольно). -
7 диктат
[ντικτάτ] οοσ. α εξαναγκασμός -
8 принуждениё
[πρινουζντιένιιε] ουσ. ο. εξαναγκασμός -
9 диктат
[ντικτάτ] ουσ α εξαναγκασμός -
10 принуждениё
[πρινουζντιένιιε] ουσ ο εξαναγκασμός -
11 вымогание
-я ουδ.εξαναγκασμός, εκβιασμός. -
12 изнасилование
-я ουδ.1. βιασμός γυναίκας.2. εκβιασμός, εξαναγκασμός. -
13 навязывание
-я ουδ.πρόσδεση. || επιβολή, εξαναγκασμός. -
14 насилие
-я ουδ.1. βία, βιασμός, βιοπραγία•следы -я на теле ίχνη βιοπραγίας στο σώμα•
употреблять насилие χρησιμοποιώ (μετέρχομαι) βία•
применять насилие εφαρμόζω (ασκώ) βία.
2. επιβολή, καταναγκασμός, εξαναγκασμός. || καταπίεση.3. μτφ. βία, ζόρι, στανιό. -
15 принудительность
-и θ.εξαναγκασμός, καταναγκασμός. -
16 принуждение
-я ουδ.1. εξαναγκασμός, καταναγκασμός• επιβολή•меры -я μέτρα εξαναγκασμού.
2. παλ. βλ. принужднность.
См. также в других словарях:
εξαναγκασμός — ο [εξαναγκάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαναγκάζω, αναγκασμός, άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε κάποιον για να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
εξαναγκασμός — ο η επιβολή βίας, άσκηση πίεσης (με λόγια ή έργα), αναγκασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
σεξολογία — Κλάδος επιστημονικών ερευνών που ασχολείται με τα σεξουαλικά προβλήματα. Λέγεται και σεξουαλισμός, από τη λατινική λέξη sexualismus (γενετήσια ορμή). Τα αρχαιότερα μυθολογικά συστήματα, όπως τα κείμενα για τον έρωτα Κάμα Σούτρα, Κλωνάρια… … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
ανάγκασμα — το (Α ἀνάγκασμα) [ἀναγκάζω] 1. βία, εξαναγκασμός 2. παρότρυνση, προτροπή 3. υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή προσωπική εργασία, αγγαρεία … Dictionary of Greek
αναγκασμός — ο (Μ ἀναγκασμός) [αναγκάζω] επιβολή βίας, εξαναγκασμός, καταναγκασμός … Dictionary of Greek
αναγκοθέτηση — η (Α ἀναγκοθέτησις) καταναγκασμός, εξαναγκασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναγκοθετῶ, αναλογικά προς το νομοθέτησις] … Dictionary of Greek