-
1 εξαγριώνω
[эксагрионо] р. раздражать, ожесточать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαγριώνω
-
2 возмутить
возмутитьсов, возмущать несов (выводить из себя) προκαλώ τήν ἀγανάκτηση, κάνω κάποιον ἔξω φρενών, ἐξοργίζω, ἐξαγριώνω· ◊ \возмутить покой χαλάω τήν ήσυχία. -
3 обозлить
обозлитьсов ἐξοργίζω, ἐξαγριώνω, θυμώνω. -
4 ожесточать
ожесточ||а́тьнесов κάνω κάποιον σκληρό[ν], ἀγριεύω (μετ.), ἐξαγριώνω / ὁργίζω, μανιάζω (μετ.) (озлоблять). -
5 озлоблять
озлоблятьнесов ἐξοργίζω, ἐξαγριώνω. -
6 раздразнить
раздразнитьсов1. Ερεθίζω, ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω, ἀγγρίζω:\раздразнить собак ἀγγρίζω τά σκυλιά·2. (возбудить, разжечь) ἐξάπτω, διεγείρω:\раздразнить чей-л. аппети́т διεγείρω τήν ὅρεξη. -
7 разъярить
разъяритьсов, разъярять несов κάνω ἔξω φρενών, δαιμονίζω, ἐξαγριώνω. -
8 ожесточаться
[αζυστατσάτ'σα] ρ. εξαγριώνω -
9 ожесточаться
[αζυστατσάτ'σα] ρ εξαγριώνω -
10 бесить
бешу, бесишь, ρ.δ.μ.εξοργίζω, εξαγριώνω, αγριεύω, θεριεύω•его упрямство меня -и т η ισχυρογνωμοσυνη του με εξοργίζει.
1. (για ζώα) λυσσάζω.2. μτφ. εξοργίζομαι, λυσσομανώ, μανιάζω, γίνομαι έξω φρενών•от обиды он -и тся από την προσβολή αυτός γίνεται έξω φρενών.
3. αταχτώ υπερβολικά. || επιδίδομαι με πάθος.εκφρ.с жиру бесить – κάνω ιδιοτροπίες, καπρίτσια από τεμπελιά, καλοπέραση. -
11 взбеленить
ρ.σ.μ.(απλ.) παροργίζω, εξοργίζω, εξαγριώνω.παροργίζομαι, εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι, αγριεύω•-лась старуха на мужа αγρίεψε ή γρια στον άντρα της.
-
12 каление
-я ουδ.διαπύρωση, πυράκτωση•белое каление λευκοπύρωση•
красное каление ερυθροπύρωοη.
εκφρ.довести до белого -я – εξαγριώνω στο έπακρο, φρενιάζω, κάνω πυρ και μανία•дойти до белого -я – αποθηριώνομαι, γίνομαι έξω φρενών ή πυρ και μανία. -
13 обозлить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обозленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.εξοργίζω, εξαγριώνω, θυμώνω, αψώνω,φουρκίζω.εξοργίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
14 ожесточить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ожесточенный, βρ: -чен, -чена, -ченоαπο-σκληρύνω, κάνω σκληρόκαρδο. || αγριεύω, εξαγριώνω, εξοργίζω, μανιάζω εκτραχύνω.γίνομαι σκληρός εκτραχύνομαι• μανιάζω. -
15 озлобить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. озлобленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. εξοργίζω, παροργίζω, εξαγριώνω, αγριεύω.εξοργίζομαι, παροργίζομαι, εξαγριώνομαι,. -
16 остервенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остервенённый, βρ: -нён, -нена, -неноκάνω να παραφρονήσει, να λυσσάξει, να γίνει έξω φρενών εξαγριώνω, αποθηριώνω.βλ. остервенеть. -
17 разозлить
-злю, -злишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разозленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.εξερεθίζω, εξαγριώνω, εξοργίζω.εξερεθίζομαι, εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι. -
18 разъярить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъяренный, βρ: -рен, -рена, -рею ρ.σ.μ., εξαγριώνω, αποθηριώνω, δαιμονίζω, φρενιάζω, βουρλίζω.εξαγριώνομαι, αποθηριώνομαι, δαιμονίζομαι, με πιάνουν τα μπουρίνια.
См. также в других словарях:
εξαγριώνω — εξαγριώνω, εξαγρίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαγριώνω — (AM ἐξαγριῶ) [αγριώ] 1. εξοργίζω, εξερεθίζω, εξάπτω («εξαγριώνεται όταν τού ζητούν χρήματα») 2. (για χώρα ή περιοχή) εγκαταλείπω, αφήνω ακαλλιέργητη 3. (μτχ.) παρακμ. ως επίθ.) ἐξαγριωμένος, η, ο(ν) α) (για μαλλιά) ανακατωμένος β) (για ψυχή)… … Dictionary of Greek
εξαγριώνω — εξαγρίωσα, εξαγριώθηκα, εξαγριωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ολωσδιόλου άγριο, ατίθασο, τον αποθηριώνω: Εξαγριώθηκε η κλώσα όταν έκανε πουλάκια. 2. μτφ., εξερεθίζω κάποιον, τον εξοργίζω, τον κάνω θηρίο από το θυμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαγγρίζω — εξαγριώνω, ερεθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγγρίζω «ερεθίζω»] … Dictionary of Greek
συνεξαγριαίνω — A εξαγριώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαγριαίνω «ἐξαγριώνω»] … Dictionary of Greek
αγριεύω — (αμτβ.) 1. (για έμψυχα) εξαγριώνομαι, οργίζομαι, θυμώνω, γίνομαι απειλητικός 2. (για άψυχα και ιδιαίτερα για καιρικές συνθήκες) γίνομαι άγριος, δριμύς 3. περιέρχομαι σε άγρια κατάσταση 4. (ενεργ. και μεσ.) (για έμψυχα) φοβάμαι, τρομάζω (μτβ.) 1.… … Dictionary of Greek
αγριώνω — (Μ) (Α ἀγριῶ, όω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω 2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι νεοελλ. προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύω αρχ. παθ. 1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση 2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος 3. είμαι… … Dictionary of Greek
αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] … Dictionary of Greek
αποθηριώνω — (AM ἀποθηριῶ, όω) μεταμορφώνω κάποιον σε θηρίο, εξαγριώνω (αρχ., ούμαι) 1. γίνομαι θηρίο 2. είμαι γεμάτος θηρία («ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῑλος») … Dictionary of Greek
εκθηριώ — ἐκθηριῶ ( όω) (AM) 1. κάνω κάποιον θηρίο, εξαγριώνω 2. παθ. ( οῡμαι) παίρνω μορφή ζώου … Dictionary of Greek
εκθυμώ — ἐκθυμῶ ( όω) (Μ) 1. εξοργίζω, εξαγριώνω 2. μέσ. ἐκθυμοῡμαι φέρνω κάτι στον νου μου, θυμάμαι … Dictionary of Greek