Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξέλιξη

  • 1 εξέλιξη

    [эксэликси] ουσ. Θ. развёртывание, эволюция,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξέλιξη

  • 2 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 3 эволюция

    θ.
    1. εξέλιξη, ανέλιξη•

    эволюция вселенной η εξέλιξη του σύμπαντος•

    эволюция человека η εξέλιξη του ανθρώπου•

    эволюция нравов η εξέλιξη των ηθών.

    2. (στρατ.) ανακατάταξη• αναδιάταξη.
    (στρατ.) ελιγμός, μανούβρα.
    3. πλθ. -ии οι κινήσεις•

    следить за -ями кого παρακολουθώ τις κινήσεις κάποιου•

    делать разные -ии κάνω διάφορες κινήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > эволюция

  • 4 процесс

    α.
    1. πορεία• εξέλιξη, προτσές•

    процесс творчества η πορεία της δημιουργίας•

    процесс работы η πορεία της εργασίας•

    процесс игры η εξέλιξη του παιγνιδιού•

    производственный процесс το προτσές της παραγωγής.

    (ιατρ.) προσβολή•

    воспалительный процесс η εξέλιξη της φλεγμονής•

    процесс в лгких φυματίωση των πνευμόνων.

    2. (νομ.) διαδικασία• εκδίκαση• δίκη•

    выиграть процесс κερδίζω τη δίκη•

    гражданский процесс πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο•

    уголовный процесс ποινικό δικαστήριο (δίκη)•

    возбудить процесс ξεκινώ δικαστήριο•

    вести процесс против кого-н. κάνω δικαστήριο κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > процесс

  • 5 развитие

    1. (усиление, укрепление, увеличение) η ανάπτυξ/η
    эмбриональное - мед. εμβριακή -
    эмбриональное биол. - εμβριακή -
    2. (процесс перехода из одного состояния в другое, более совершенное) η εξέλιξη, η πρόοδος 3. (степень чего-л.) η εξέλιξη, το επίπεδο
    общественное - κοινωνική -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развитие

  • 6 развитие

    развитие с η ανάπτυξη, η εξέλιξη
    * * *
    с
    η ανάπτυξη, η εξέλιξη

    Русско-греческий словарь > развитие

  • 7 ход

    ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
    * * *
    м
    1) η πορεία; η κίνηση ( движение)
    2) η εξέλιξη ( развитие)

    ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων

    в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων

    3) ( вход) η είσοδος

    ход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή

    4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση
    ••

    пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση

    Русско-греческий словарь > ход

  • 8 эволюция

    эволюция ж η εξέλιξη
    * * *
    ж
    η εξέλιξη

    Русско-греческий словарь > эволюция

  • 9 развертывание

    развертывание
    с
    1. (раскручивание) τό ξεδίπλωμα, τό ξετύλιγμα·
    2. перен (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἐξέλιξη [-ις]:
    \развертывание событий ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων
    3. воен. ἡ ἀνάπτυξη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > развертывание

  • 10 развитие

    разви́т||ие
    с в разн. знач. ἡ ἀνάπτυξη [-ις]/ ἡ ἐξέλιξη [-ις] (эволюция):
    у́м-ственное \развитие ἡ διανοητική ἀνάπτυξη [-ις]· \развитие событий ἡ ἐξέλιξη [-ις] τῶν γεγονότων \развитие промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· законы общественного \развитиеия οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἐξέλιξης.

    Русско-новогреческий словарь > развитие

  • 11 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 12 диалектика

    θ.
    1. (φιλοσ.) διαλεκτική•

    материалистическая диалектика υλιστική διαλεκτική.

    2. εξέλιξη, πορεία κίνησης, ανάπτυξης•

    диалектика событий η εξέλιξη των γεγονότων.

    3. παλ. μέθοδος συζήτησης ενός θέματος με ερωταποκρίσεις.

    Большой русско-греческий словарь > диалектика

  • 13 протекание

    ουδ.
    διαρροή. || τρέξιμο•

    протекание крыши τρέξιμο της στέγης.

    || εξέλιξη•

    протекание болезни η εξέλιξη της ασθένειας.

    Большой русско-греческий словарь > протекание

  • 14 развитие

    ουδ.
    1. ανάπτυξη, αύξηση, μεγάλωμα•

    развитие промышленности ανάπτυξη της βιομηχανίας•

    развитие мускулатуры ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος•

    развитие памяти ανάπτυξη της μνήμης.

    2. εξέλιξη• ωριμότητα•

    развитие событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    политическое развитие πολιτική ωριμότητα.

    Большой русско-греческий словарь > развитие

  • 15 судьба

    -ы, πλθ. судьбы, судеб κ. παλ. судеб, судьбам κ. παλ. судьбам θ.
    1. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, το μοιραίο• το πεπρωμένο, το γραφτό, της τύχης τα γραμμένα, μοιρόγραφτο• ριζικό.
    2. πλθ. -ы η ύπαρξη και η εξέλιξη•

    исторические -ы народных псень η τύχη και η εξέλιξη των δημοτικών τραγουδιών,

    εκφρ.
    какими -ами? – πως έπεσες (βρέθηκες) εδώ; ποιο καράβι σι έβγαλε εδώ;•
    не судьба ему – δε θα έχει τύχη, δε θα είναι τυχερός.

    Большой русско-греческий словарь > судьба

  • 16 общественный

    1. (возникающий и протекающий в обществе) κοινωνικ/ός 2. (принадлежащий обществу, коллективный) δημόσιος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общественный

  • 17 рост

    1. (действие) το μεγάλωμα. - растений - των φυτών 2. (увеличение в числе) η αύξησ/η 3. (усиление, укрепление) η ενίσχυση 4. (развитие, совершенствование) η ανάπτυξη, η άνοδος, η εξέλιξη, η αύξηση 5. (размеры человека или животного в высоту) το ανάστημα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рост

  • 18 эволюционирование

    η εξέλιξη, η ανάπτυξη
    -ть εξελίσσω, εξελίσσομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эволюционирование

  • 19 эволюция

    η εξέλιξη, η ανέλιξη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эволюция

  • 20 общественный

    общественн||ый
    прил в разн. знач. κοινωνικός:
    \общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες.

    Русско-новогреческий словарь > общественный

См. также в других словарях:

  • εξέλιξη — η 1. εκτύλιξη, ξετύλιγμα, ανέλιξη, ανάπτυξη. 2. μτφ., διαδοχική μεταβολή από κατάσταση σε κατάσταση, εξελικτική πορεία: Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. 3. μτφ., η μετάβαση με σειρά διαδοχικών μεταβολών από μια μορφή απλούστερη σε άλλες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξέλιξη — η (AM ἐξέλιξις) 1. ξετύλιγμα, ξεδίπλωμα 2. ανάπτυξη, μετάβαση από απλούστερες μορφές σε άλλες πιο σύνθετες ή ανώτερες νεοελλ. 1. (για φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.) η διαμόρφωση με την πάροδο τού χρόνου 2. (για πρόσ.) επαγγελματική πρόοδος, άνοδος… …   Dictionary of Greek

  • μικροηλεκτρονική — Εξέλιξη της ηλεκτρονικής (βλ. λ.) η οποία κάνει χρήση των νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν τη σμίκρυνση σε πολύ μεγάλο βαθμό των ενεργητικών (δηλαδή των ημιαγωγών) και των παθητικών (δηλαδή των πυκνωτών και των αντιστάσεων) στοιχείων κυκλωμάτων.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»