-
1 εξάδελφος
[эксадэлфос] ουσ. а. двоюродный брат,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξάδελφος
-
2 двоюродный
двоюродн||ыйприл:\двоюродный брат ὁ ἐξάδελφος, ὁ ἐξάδερφος· \двоюродныйая сестра ἡ ἐξαδέλφη, ἡ ἐξαδέρφη. -
3 кузен
куз||енм ὁ ἐξάδελφος. -
4 троюродный
троюродн||ыйприл:\троюродный брат ὁ δεύτερος ἐξάδελφος· \троюродныйая сестра ἡ δεύτερη ἐξαδέλφη. -
5 двоюродный
[ντβσγιούραντνυΤ] επ. εξάδελφος -
6 кузен
[κουζέν] ουσ. α. εξάδελφος -
7 двоюродный
[ντβσγιούραντνυΤ] επ εξάδελφος -
8 кузен
[κουζέν] ουσ α εξάδελφος
См. также в других словарях:
ἐξάδελφος — cousin german masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… … Dictionary of Greek
ἐξαδέλφοις — ἐξάδελφος cousin german masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφου — ἐξάδελφος cousin german masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφους — ἐξάδελφος cousin german masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφων — ἐξάδελφος cousin german masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφῳ — ἐξάδελφος cousin german masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφε — ἐξάδελφος cousin german masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφοι — ἐξάδελφος cousin german masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφον — ἐξάδελφος cousin german masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαδελφούλης — και ξαδερφούλης (θηλ. εξαδελφούλα και ξαδερφούλα) [εξάδελφος] μικρός στην ηλικία ή αγαπημένος εξάδελφος … Dictionary of Greek