-
1 ενωμένος
[еноменос] ас. объединенныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενωμένος
-
2 /εκ. συσπειρωμένος, ενωμένος
[σπλασνόϊ] εκ. ολοκληρωτικέςРусско-греческий новый словарь > /εκ. συσπειρωμένος, ενωμένος
-
3 /εκ. συσπειρωμένος, ενωμένος
[σπλασνόϊ] επ ολοκληρωτικές -
4 соединённый
επ. από μτχ.ενωμένος, ενιαίος• κοινός•-ые силы ενωμένες δυνάμεις•
-ыми усилиями με κοινές προσπάθειες•
соединённый флот трёх держав ο ενωμένος στόλος τριών Δυνάμεων.-ые штаты америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
-
5 слитно
ενωμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слитно
-
6 унитарный
ενωτικόςενωμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > унитарный
-
7 дружный
дру́жн||ыйприл1. ἀγαπημένος, ἐνωμένος, συσπειρωμένος:\дружныйая семья ἀγαπημένη οίκογένεια· мы с иим \дружныйы είμαστε πολύ φίλοι·2. (согласованный, одновременный) ὁμόθυμος, ὀμόψυ-χος, ὀμόφωνος, ταυτόχρονος / γενικός, σύσσωμος (всеобщий):\дружныйые усилия οἱ κοινές προσπάθειες· \дружныйый отпо́р ἡ ὁμόθυμη ἀντίσταση· \дружныйый смех τό Ομαδικό γέλιο. -
8 объединенный
объедин||енный1. прич. от объединять·2. прил ἐνωμένος, ἡνωμένος, ἐνοποιημένος:Организация Объединенных Наций ἡ Όργάνωσις τῶν Ηνωμένων Έθνῶν. -
9 слитный
сли́тн||ыйприл ἐνωμένος, συνηρη-μένος:\слитныйое написание ἡ συναίρεση. -
10 соединенный
соединенн||ый1. прич. от соединить·2. прил ἐνωμένος, ἐνιαίος/ κοινός (общий):\соединенныйыми усилиями μέ κοινές προσπάθειες. -
11 спаянный
спаянн||ый1. прич. от спаивать II·2. прил ἐνωμένος, ἡνωμένος/ συσπειρωμένος (сплоченный). -
12 сплоченный
сплоченн||ыйприл ἐνωμένος, συσπειρωμένος. -
13 слитный
[σλίτνυϊ] επ. ενωμένος -
14 соединённый
[σαινπνιόννυϊ] μτχ. ενωμένος -
15 спаянный
[σπάιννυΐ] εκ. ενωμένος -
16 слитный
[σλίτνυϊ] επ ενωμένος -
17 соединённый
[σαινπνιόννυϊ] μτχ ενωμένος -
18 спаянный
[σπάιννυϊ] επ ενωμένος -
19 дружный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. μονοιασμένος, ενωμένος, συσπειρωμένος, αγαπημένος•-ая семья μονοιασμένη οικογένεια.
|| ως κατηγ. είμαι φίλος•я с ним -жен εγώ μ' αυτόν είμαστε φίλοι.
2. ομαδικός, σύσσωμος, αθρόος• συλλογικός•дружный смех ομαδικό φιλικό γέλιο•
-ые аплодисменты ζωηρά φιλικά χειροκροτήματα•
-ая работа εργασία συλλογική (με σύμπνοια).
|| γρήγορος, γοργός, ταχύς. -
20 объединённый
επ. από μτχ.ενωμένος, ενοποιημένος, κοινός•-ое заседание κοινή συνεδρίαση•
организация -ых наций Οργάνωση Εν ωμ έν ων Εθν ών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek
άρθμιος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Πυθώνακτα. Προσπάθησε να εξαγοράσει Έλληνες με περσικά χρήματα, την εποχή των περσικών πολέμων, και χαρακτηρίστηκε προδότης από το συμμαχικό συνέδριο της Ισθμίας. * * * ἄρθμιος, α, ον (Α) [αρθμός] 1. ενωμένος με… … Dictionary of Greek
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek
αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… … Dictionary of Greek
απόδραση — Η δραπέτευση κρατούμενου ή φυλακισμένου. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους· οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή της α. εκτίεται ολόκληρη μετά την έκτιση της βασικής ποινής του δράστη, δηλαδή δεν… … Dictionary of Greek
ασυγκόλλητος — η, ο (Μ ἀσυγκόλλητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι κολλημένος ή ενωμένος με κάτι άλλο 2. ο ακοινώνητος μσν. αυτός που δεν αποτελείται από κομμάτια ενωμένα μεταξύ τους, ο μονοκόμματος … Dictionary of Greek
ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] … Dictionary of Greek
ελυτροειδής — ές (AM ἐλυτροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με έλυτρο νεοελλ. φρ. 1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο 2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο) … Dictionary of Greek
ενίγυιος — ἑνίγυιος, ον (Α) 1. ο ενωμένος σ ένα σώμα, ο συμφυής 2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ενομήρης — ἐνομήρης, ες (Α) ενωμένος με..., δεμένος μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ομήρης < ομού + ηρης < αραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ» (πρβλ. λογχήρης, ποδήρης, χαλκήρης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ενωτικός — ή, ό (AM ἑνωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή… … Dictionary of Greek